Τσαούλια, τσαούλ’:

Γνάθος, και χαρακτηρισμός για φλύαρο άτομο.

Σκάσι γιατί θα στα σπάσου τα τσαούλια. Μώρ’ τι τσαουλάνθρωπος είνι αυτήν; άπαυα τα τσαούλιατ’ς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!