Ξιμπαρδακώθ’κε:

Χάλασε.

Τρακάρ’σε μι τ’ αμ΄ξ’ κι τού ξιμπαρδάκουσε σ’ λέου, ιευτιχώς αυτός δεν ιέπαθι τίποτας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!