Μαρκαλίζω, μαρκαλιέμαι, μαρκάλω, μαρκάλ’σμα: Από την αλβανική λέξη «μαρκάλ» (μάρκαλος) για ζώα, βατεύω, καβαλώ, συνουσιάζομαι. Ούλου στού μαρκάλου είνι τού μυαλό’ς.