Μανάρ’, μαναράκ’: Μικρό αμνοερίφιο που τρέφεται ειδικά με προορισμό να το σφάξουν νεαρό. Αφκτου λίγου ακόμα του μαναράκ’ κι τού σφάζουμε τη λαμπρή.