Αλαλάζω, αλαλιάζω:

Φωνάζω με δύναμη. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα όταν οι πολεμιστές έβγαζαν πολεμικές κραυγές. (Αλαλαί).

Μεταφορικά όταν σφυρίζει με δύναμη ο άνεμος.

Μας αλάλιασι ου αιέρας, δε μπόργαμε να σταθούμε πθενά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!