Κατηγορία: Τ

Τσιάχαλου:

Σκουπιδάκι.

Μ’μπήκι ιένα τσάχαλου μες’ το μάτ’, δε μπουρού να του βγάλου.

Τριψιάνα:

Τριμμένο ψωμί σε γάλα, ή σε φαγητό λαδερό, ή σαλάτα.

Σκ΄θκα του προυί, ιέφαγα μια τριψάνα κι κίν’σα κατ’ του χουράφ.

Τενιάζω:

Κουράζομαι.

Τένιασα απ’ τς’ δλειές δε μπουρού άλλο.

Τσαούλια:

Σαγόνια. Σαν χαρακτηρισμός για κάποιον που είναι φλύαρος.

Σκάσι γιατί θα στα σπάσου τα τσαούλια.

Μωρέ τι τσαουλάνθρουπους είναι αυτούνους; άπαυα τα τσαούλια’τ.

Τράω:

Κοιτάζω.

Τι μι τράς ιτσά; μπάκαι δε μι ξιέρ’ς

Τωραϊάς:

Τώρα δα.

Τωραϊάς να ρθείς να φάς, γιατί θα του μαζιέψου του τρπιέζ’

 

Τσουρναράω:

Ὀταν χύνεται αργά, νερό ή σταγόνες της βροχής.

Τσουρνάραγι ούλ’ τη νύχτα η βρύσ΄δε μ΄άφκε ντίπ να κμοιθού.

Τούντζας:

Βλάκας.

Τούντζα ντίπ να μη καταλαβαίν’ς τι σ’ λέου;

Τανιέμαι:

Σφίγγομαι.

Τανίσκα τανίσκα τίποτας! ούλη την νμέρα στού μέρους καθέμαν.

error: Content is protected !!