Σκουπιδάκι.
Μ’μπήκι ιένα τσάχαλου μες’ το μάτ’, δε μπουρού να του βγάλου.
Σκουπιδάκι.
Μ’μπήκι ιένα τσάχαλου μες’ το μάτ’, δε μπουρού να του βγάλου.
Τριμμένο ψωμί σε γάλα, ή σε φαγητό λαδερό, ή σαλάτα.
Σκ΄θκα του προυί, ιέφαγα μια τριψάνα κι κίν’σα κατ’ του χουράφ.
Κουράζομαι.
Τένιασα απ’ τς’ δλειές δε μπουρού άλλο.
Σαγόνια. Σαν χαρακτηρισμός για κάποιον που είναι φλύαρος.
Σκάσι γιατί θα στα σπάσου τα τσαούλια.
Μωρέ τι τσαουλάνθρουπους είναι αυτούνους; άπαυα τα τσαούλια’τ.
Κοιτάζω.
Τι μι τράς ιτσά; μπάκαι δε μι ξιέρ’ς
Σβέρκος.
Πιάσκε ου τζανό ζουμ.
Τώρα δα.
Τωραϊάς να ρθείς να φάς, γιατί θα του μαζιέψου του τρπιέζ’
Ὀταν χύνεται αργά, νερό ή σταγόνες της βροχής.
Τσουρνάραγι ούλ’ τη νύχτα η βρύσ΄δε μ΄άφκε ντίπ να κμοιθού.
Βλάκας.
Τούντζα ντίπ να μη καταλαβαίν’ς τι σ’ λέου;
Σφίγγομαι.
Τανίσκα τανίσκα τίποτας! ούλη την νμέρα στού μέρους καθέμαν.