Θα σε χτυπήσω στο κεφάλι με μπαστούνι (τσουμανίκι)
Τήρα τη δλειάς’ κι μη ανακατώνισι ικεί απ’ δε σι σπέρνε, μη σ’ τσουμιάσω του κιφάλ’ κανιά ουώρα, μ’ άηκσις;
Θα σε χτυπήσω στο κεφάλι με μπαστούνι (τσουμανίκι)
Τήρα τη δλειάς’ κι μη ανακατώνισι ικεί απ’ δε σι σπέρνε, μη σ’ τσουμιάσω του κιφάλ’ κανιά ουώρα, μ’ άηκσις;
Γυναίκα που κάνει τρέλες, ελαφρόμυαλη.
Αυτήν είνι ντίπ ασουβάρευτην ούλου χαζαμάρις κάν’, ντίπ κατά ντίπ τουρλακίδα!
Απομένει ελάχιστος καιρός, λίγο πρίν την πραγμάτωση κάποιου ζητήματος.
Μη κάν’ς ιέτς’ κάνι υπουμουνή, αύριου παιαίν’ς σπίτις’ του πουλύ κι του λίγου.
Κοπριά αχώνευτη, μειωτικά και ειρωνικά για κάποιον που δεν είναι συμπαθής.
Ισύ μη μιλάς κουπριά αχουώνευτ’ κοίτα τη δλειά’ ς.
Ο μοναχικός λύκος. Μεταφορικά για κάποιον που αρέσκεται στό να είναι συνεχώς μόνος.
Πιδάκι’μ μη καθέσαι σα μονόλυκας μες’ του σπίτ’, βγιέκα σα όξου να δείς λίγου κόσμου.
Χορατό που έχει δυτή σημασία όπως είναι προφανές, και λέγεται στούς γάμους.
Μη με σκουντάς, σμπρώχνεις.
Κάτσι καλά μη μι σουγκράς ιμένα, μη σ’ πάρ’ ου διάουλους του πατέρα.
Θα σου σπάσω τα καλάμια των ποδιών σου.
Θα σι τσακίσου κακουμοίρη’μ, θα σ’ σπάσου τα καλαμίδια ιέτ’ς κι πάς στη πλατεία κι δε πέεις να κμοιθείς για μισ’μέρ’.
Τρέμω σαν το ζαγάρι (κυνηγόσκυλο), όταν τα σκυλιά φερμάρουν το θύραμα ακινητοποιούνται και τρέμουν. Μεταφορικά, εχω ρίγος απο πυρετό ή κρύο.
Τι τρεμουζαγαρίειζ ιτσαϊάς αρέ; σύρι φόρα του πανουφώρι’ς να ζισταθεί του κουκαλάκι’ς.
Πρέπει να είναι.
Μι σκιάισι! κανά γατσόπλο θα νά’ναι απ’ σγαρλάει του παράθυρου.