Οι εκδηλώσεις χαράς και ενθουσιασμού χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
Δε γλέπ’ς απ’κάνι σα γυφτουχαρές! Λες κι κίρδησαν τίπουτας πουλλά λιφτά.
Οι εκδηλώσεις χαράς και ενθουσιασμού χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
Δε γλέπ’ς απ’κάνι σα γυφτουχαρές! Λες κι κίρδησαν τίπουτας πουλλά λιφτά.
Χαρακτηρισμός για κάποιον πού είναι έξυπνος, και είναι σε διαρκή εγρήγορση και επαγρύπνηση όπως ο αστρίτης για το θήραμά του, (είδος οχιάς).
Κι ικεί απ’θα παϊαίν’ς, ατήρα μη σι γιλάσν’ε! Αστρίτ’ς τα μάτια’ς!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για κάποιον.
Αι απ’θα μ’πείς ιμένα για αυτόν! Μπάκαι δε ξιέρου τι χαμιένου κρούπ’ είνι!
Τι λαχτάρησε η όρεξή σου; έκφραση για την όρεξη, που προέρχεται απ’την διαρκή όρεξη της εγκύου για φαγητό.
Κουψίδια πεθύμσ’ι η γκαστριά’ς; ξικήνσ’σα να σ’φκιάξου.
Αυτός που δεν χορταίνει, ο αχόρταγος.
Αγιέμ’ πού τού βάν’ς τόσου φαί; μονάντερος είσι;
Το μπρίκι για τον καφέ, ή τα σκεύη για τον καφε μπρίκι φλυτζάνια.
Τά’πλυνες τα καφόμπρικα να φτιάξουμι μια στάλα καφιέ να πιούμι;
Έκφραση που δηλώνει την υπεροχή δύναμης κάποιου, έναντι κάποιου άλλου που μειονεκτεί σε δύναμη και είναι περιττό να εμπλακεί μαζί του, λόγω τής αδυναμίας του.
Πιδάκι’μ ιέτσ’ κι σ’ρίξου κανιά κλουτσιά θα πάει η μ’σή χαμιέν’, για αυτό άι κάτσι ικεί απ’ κάθισι κι μη μιλάς ντίπ.
Κατέβα κάτω.
Αϊτι ιέφτασαμι! Πέζα κάτ απ’ του μπλάρ κι πρόσιχι μη τσακστείς!
Αυτός που κρύβει σε απίθανα σημεία αντικείμενα, και είναι δύσκολο να τα βρεί κάποιος. Το πρώτο συνθετικό τρυπο-λόγος, βγαίνει απ’ το ρήμα “τρυπώνω” κρύβω.
Αρέ τι τρυπολόγος είσι συ πιδάκι’μ! Σ απού πήγις και τρύπουσες τα κλειδιά τς’ ιξώπουρτας κι δι μπουρούμι να μπούμι μιέσα!
Τι με έχεις; αγαπητικιά.
Το μορόζα προέρχεται απ’ την ιταλική λεξη amorosa που σημαίνει ερωτευμένη, αγαπητικιά,ερωμένη.
Η λέξη μορόζα όταν αναφέρεται στα χωριά, έχει υποτιμητικό χαρακτήρα, και δηλώνει την γυναίκα που ειναι στην σκιά της ζωής ενός άντρα, είναι παράνομη, ή δηλώνει την σύζυγο που της φέρεται ο άντρας της σαν αγαπητικιά, δεν την συνοδεύει σε κοινωνικές εκδηλώσεις, και γενικότερα δεν της φέρεται ανάλογα.