Βαρύ, πολύ φαγητό.
Σκάσι πν’ να βγάν’ς τού ιλάρ’
Βαρύ, πολύ φαγητό.
Σκάσι πν’ να βγάν’ς τού ιλάρ’
Εκφραση για κάποιον που δεν έχει πλέον κουράγιο.
Oρθια.
Στάς’ τα αλόρθα τη πλάτη’ς κι μη σίβ’ς σα σκυφτουγόμαρου.
έκφραση για κάποιον που πηγαινοέρχεται σαν τον καλαντζή, όπως αυτός γύριζε χωριά για να γανώσει τα χάλκινα σκεύη.
Σωστά, ίσια.
Βάνε τα ίσια τα παπτσάκια’ς πιδάκι’μ.
Βιαστικά και γρήγορα. Αντίθετο είναι το “Μουκ μούκ” σιγά σιγά.
Λάχ λάχ να προυκάνου να τα κάνου ούλα.
Το σιγανό ποταμάκι διαφορετικά.
-Δι ξιέρ΄ς τι κρυφοφωτιά απ΄κάτ΄απ΄τα άχυρα είναι αυτός;
-Μπάκαι δι ξιέρου ισύ λές! άϊτε άϊτε!
Εκφραση που δηλώνει την διαφορά με κάποιον που εργάζεται σκληρά, (αγκομαχάν), σε αντίθεση με κάποιον που τεμπελιάζει, και περνάει άσκοπα την ημέρα του.
Για κάποιον που με πλάγια μέσα και ψέματα προσπαθεί να πετύχει τον σκοπό του.
Ασι τς’ πτανιές κι αρμάθες σύκα, να τα πείς πθενά αλλού αυτά, δε πιρνάν σι μένα.