Κάποιος που βρίσκεται σε βαθιά συλογή.
Τι καθέσαι ιέτ’ς καημένε; τι σκέφτισι που τα’χεις χουμένα;
Κάποιος που βρίσκεται σε βαθιά συλογή.
Τι καθέσαι ιέτ’ς καημένε; τι σκέφτισι που τα’χεις χουμένα;
Δεν έχω καμιά δουλειά.
Τι γ’μάρια ιέχασα να πάου στού γάμου; μπάκαι μη κάλισι κανιένας;
Στα καλά καθούμενα.
Τι μι πιέρασις να πάου χουρίς να μι καλέσνε ιέτ’ς στ ξιρά γιμάτα;
Ασκοπη πράξη.
Τι να πάου να κάνου ικιά; να πάου να βάνου κανά στραβό να κατρήσ’;
Αφελής.
Δεν κατάλαβις τίποτας απ’ όσα σού’πα; τέτοιος μπούφος κολουκαιρνός απ΄ούσι τι να καταλάβ’ς;
Ναρκώνομαι από τον συνεχόμενο ύπνο. Μουστώνω, ζαλίζομαι από αναθυμιάσεις του μούστου.
Μου πήρες τα αυτιά.
Π’να μη σώεις μ’ πήρις την αναμέλα, μίλα λίγου σγότιρα.
Οταν κάποιος είναι ράθυμος.
Αϊντε μια ουώρα μούκ-μούκ κνής λιγάκ’ θα ξημιρουθούμι μιέχρι να φτάσουμι.
Να μην αντέξεις και να μη προφτάσεις.
Εκφραση που συνοδεύται συγχρόνως με μούτζωμα, και δηλώνει ανάλογα ή θαυμασμό, ή επιθυμία ευχή να μη τα καταφέρει κάποιος σε κάτι, κατάρα κατά ανθρώπου.
Το φτερό του κόκκορα, ή και έφραση για σιγουριά ενός ανθρώπου για μια κατάσταση.
Αμα σ’ ξαναδώκω ιγώ λπτά κι να τα χαλάεις για χαζαμάρες, να μ’ τρυπήεις’ τη μύτ’ μ’ ένα κυκουτόφτερου.