Συμμάζεψα.
Σύμμασι τα πράματα’ς ρε σβαρνιάρ’ μ’ το χς’ κάν’ του σπίτ’ σα πτανουμαρία.
Συμμάζεψα.
Σύμμασι τα πράματα’ς ρε σβαρνιάρ’ μ’ το χς’ κάν’ του σπίτ’ σα πτανουμαρία.
Χαρτοπαίγνιο, το εικοσιένα.
Πάμι στου καφινείου να πιέξουμι κανά στούκ’;
Μουριά.
Ξικλάρ’ζα τη σ’καμνιά, κι γιόμ’σι ου τόπους μούρα.
Κριάρι ή τράγος χωρίς κέρατα. Ίσως απ’ την λέξη ιταλική asciutto ξερός, στεγνός. Μειωτικά για κάποιον που είναι νωθρός.
Τούν γλέπ’ς ικείνουν τούν τράγου τούν σιούτου; ικείνουν θα σ’ δώκω.
Πατάω σταφύλια, ματαφορικά πάω πάνω κάτω απ’ την αγωνία, δεν έχω ησυχία.
Μόσπασις τα νεύρα, σταμάτα να σταφυλουπατάς.
Σκαλίζω, πειράζω με τα χέρια ή με τα νύχια μια επιφάνεια.
– Τι σγαρλάει ιέτ’ς του παράθυρου;
– Καμιά γάτα θα είϊνι, τράβα πρόγκατην να φύφγ’
Βάζω σε τάξη.
Ιέχου να συνγκεριάσου κι τα ρούχα στου μπαούλου κι μιτά καθέμαι δε κάνω τίποτας άλλο.
Σκάλισμα σε χωράφι.
Πάου για σκάλου κι ρχιέμαι μιτά στού σπίτ’ να φάου κι να κμηθού μια στάλα.
Σύρομαι κτάχαμα.
Ξαγλύστρησα ιέπισα κι σβαρνίστ’κα καταής, ιέσκισα και του παντιλόνι’μ.
Οταν ενα ζώο είναι στον καιρό του για ζευγάρωμα.
Σέρν’ η γάτα για γάτο, πάλε θα γιομίσουμι γατσόπλα.