Κατηγορία: Κ

Καφούλ’ς:

Το καφεδάκι.

Στάκα να ψήσου ιένα καφούλ’ κι μιτά να κάνου τσ’ δλειέ ζουμ’.

Καταΐτσα:

Καταγής.

Κάτσι καταΐτσα σα καλό πιδί μέχρι να ρθεί ου μπαμπά’ς να σι πάρ’ να φύφγιτι για του σπίτ’.

Κακαμάντζα:

Ασθένεια αρρώστια.

Να πνά μή σώεις’ πνά μή προυφτάεις’ να κακαμάντζα να σι πιάσ’.

Κακαράντζες:

Τα περιττώματα της γίδας.

Για κουρουϊδία μό’ βανες τόσου λίγου φαί; τι κακαράντζες είν’ αυτές;

Καρμπουλάχανου:

Λάχανο.

Τι φαί ιέχ’ς μαρή σιήμιρα; αϊ λίγου καραμπουλάχανου κι λίγις λιούλες μι ψουμουτύρ’.

Κατακούκλα:

Κουκουλομένος με πολλά σκεπάσματα.

Τι σκιπάσκις κατακούκλα ρε θεουσκουτουμένου; θα σκάεις απ τη ζιέστα!

Κατσιαμάκ’:

Είδος πρόχειρου και γρήγορου φαγητού με καλαμποκάλευρο και φέτα.

Κλούφ:

Καπάκι.

Βάνε τού κλούφ στού μπουκάλ’ μη χθιεί τού κρασί καταή.

Κουλουκθιουβούλωμα:

Χαρακτηρισμός για κοντόχοντρο άνθρωπο, και καπάκι φτιαγμένο απο κολοκύθα. Πως τη παντριεύκε αυτήν’ α’πού ναι σα κουλουκθιουβούλωμα;

error: Content is protected !!