Φωνάζω με δύναμη.
Τι γλαφνάς ιτσιά πιδάκι’μ λες κι σι πάτσαν στου πουδάρ’;
Φωνάζω με δύναμη.
Τι γλαφνάς ιτσιά πιδάκι’μ λες κι σι πάτσαν στου πουδάρ’;
Κεφάλι καζάνι, αυτός που έχει αγύριστο κεφάλι.
Γαιτί δε μ’ακούς κι κάν’ς τού θκό’ς; γκζάνας σα τουν πατιέρα’ς είσι;
Καταπίνω με λαιμαργία αμάσητα κομμάτια φαγητού.
Είχιε δεν είχι τα γκαλντήπσι ούλα τα φαγιά απ’ ούταν στού τραπέζ’, νστκοί μάς άφκι πάλε.
Το μικρό γατί.
Γέννσι ιψέ η γάτα κι έκαμε πέντι γατσόπλα.
Το μικρό γαϊδούρι.
Κίνσι τού γμαρουπούλ’ κι μιά κι δυό απού πίσω απ τη γαϊδάρα τού καημένου.
Ερωτοτροπώ και ακούγομαι σαν γάτα πού φωνάζει την στιγμή της συνουσίας.
Δε είνι τίποτας! γατεύουντι όξου οι γάτες.
Εδαφικό κοίλωμα.
Τι να πάου να μείνου ικεί στού γούπατο; αφού σ’ λέου διν τού βλέπ’ ού ήλιους!
Σαν την μύτη του γουρουνιού, η οποία κοιτάει πρός το έδαφος κι όχι ψηλά, η λέξη χρησιμοποιειται μεταφορικά όπως η έκφραση δεν σήκωσα κεφάλι άπ’ την δουλειά.
Γουρνουμύτιασα απ’ την πουλή τη δλειά.
Τοποθετημένα ρούχα το ενα πάνω στ’ άλλο, (σωρός ρούχων σκεπασμάτων) συνήθως σε μια γωνία του σπιτιού.
Βάλι αυτήν’ τη μαντανία απάν στούν γύκο, να ίσι σμαζουχτούρ’ς.
Κάνω ένα γύρο.
Αϊ σήκου κι φέρε μια γυρβουλιά στη πλατεία να ξιβαρέει’ς, απ καθέσαι ούλ’ την μιέρα μες’ τού σπίτ’.