Κατηγορία: Α

Αρνάδα:

Η προβατίνα που έχει χρονίσει, και είναι έτοιμη για αναπαραγωγή.

Ιέχου καμπόσις αρνάδες, οι δυο είνι στού μήνατ’ς.

Αλιά:

Αλί.

Αχ τι να πούμι κι τι να μουλουιήσουμι! αλιά απού μας να λές!

Αγκλίτσα, ή γκλίτσα:

Το μπαστούνι του βοσκού με την περίτεχνη λαβή.

Του χτύπ’σα του σ’κλί μι την αγκλίτσα κι λάκσιε σα κάτ.

Αποκόβω:

Οταν ενα ζώο απογαλακτίζεται.

Τ’ απόκοψα του κατσ’κάκ’ απ’ την γίδα κι θα του ταΐζω ιγώ.

Απόρρ’ξε:

Αποβολή κατά την κύηση.

Απόρρξ’ε η γιλάδα του μσκαράκ’ ιψές του βράδ’! άσιμ κι φαρμακώθ’κα.

Αφάντιασμα:

Φάντασμα.

Αγιέ’μ μι έσκιαξις ιέτ’ς απ’ παρουσιάσκιες μπρουστά’μ σαν του αφάντιασμα!

Αρτένομαι:

Δέν νηστεύω.

Μπάκαι χάζιψις; δεν τούν τρώω τούν κουραμπιέ σ’ λέου, αφού δεν αρτένομι!

Αρμάθα, αρμαθιά:

Φύλλα καπνού, σκόρδων, περασμένα σε νήμα.

Αϊτι να αρμαθιάσουμι κι αυτά τα καπνά π’ ανέμκαν κι να φύφγουμι.

Απόστασα:

Κουράστηκα.

Στέκα πιδάκι’μ να ξαπουστάσου λιγάκ’, μι πόνισαν τα πουδάρια’μ.

Αλάνταβος:

Βιαστικός, απρόσεκτος.

Πιδάκι’μ τι τρώς αλάνταβα; σα γλάρους καταπαίν’ς του φαί.

error: Content is protected !!