Κατηγορία: Χ

Χ’νόπωρος, χινόπωρος:

Φθινόπωρο.

Ηρθι χ’νόπωρος, φόρα κανά ζιστό ρούχου απάνι’ς, θα πουντιάεις.

Ωρέ, χειμώνας κι ο- χειμώνας κι ο χινόπωρος
χειμώνας κι ο χινόπωρος, μαζί τρώνε και πίν’ε.

Καλέσαν και την άνοιξη κι αυτή δε μπιγιρντάει.
Μην καμαρώνεις, άνοιξη, με τα πολλά λελούδια
θε να τα πάρει ο Θεριστής, θα τα μαράνει όλα.

Παραδοσιακό.

Χαλέπετο:

Ερείπιο, παράγκα, κακοφτιαγμένο σπίτι.

Τι μάς άφκι για κληρουνουμιά; ιένα χαλέπετο ικεί στήν άκρ τ’ χουριού, κι τς’ αλλνούς τς’ άφκι ούλα τα χουράφια μι τού στάρ κι τς’ ιλιές.

Χ’μάου:

Ορμώ.

Κι χ’μάου απ’ λες κι τ’ άρπαξα του λ’θάρ’ απ’τα χέρια τ’ κι έτσ’ γλύτωσαμι.

Χούμα:

Χώμα.

Τι κατάλαβι κι αυτός; όλου δ’λειά δ’λειά, πιέθανι κι τούν ιέφαγι του μαύρου του χούμα.

Χαμπέρ’:

Είδηση.

Τά μαθα τα χαμπέρια’ς κι τό μασα κι ήρθα μπάκαι σ’ αλλάξου τα μυαλά.

Χουϊάζω:

Φωνάζω με δύναμη.

Τι χουϊάει’ς ιέτ’ς μαρή Παναϊού! ούλου του χωριό σ’ άϊκσε.

Χαμπλά:

Χαμηλά.

Πιό χαμπλά σ’ λέου αρέ να του βάν’ς ουόχ’ τόσου ψλά γιατί δε του φτάνου.

Χλιάρ’:

Κουτάλι.

Μι του χλιάρ’ φάε τς φακιές πιδάκι’μ

Χουλουϊέμαι:

Βογγάω, πονάω ψυχικά.

Τι χουλουϊέσαι μαρή Κατίνα;

Χλίβουμαι:

Αγωνίζομαι, θλίβομαι.

Ιέχου τς’ θκιέζουμ τς χλιμάρες ιέχου κι σιένα απ’ πάν απ’ του κιφάλι’μ

error: Content is protected !!