Κατηγορία: Φ

Φουντάριασι:

Απλώθηκε, φούντωσε φωτιά.

Απ’λές χύθ’κι του πιτρέλαιου ούλου κάτ’, κι τοσοϊά ήθιλι να φουνταριάς’ ου τόπους, εμ τι κάνε! δε παίζ’νε μ’ αυτά τα πράματα, πουλύ θέλ’ νόμ’σις!

 

Φχαριστιέμαστι:

Ευχαριστούμε.

Φχαριστιέμαστι! κι για τα γλυκά απ’ όφερατι, δεν ήταν ανάγκ’.

 

Δε Φ’λάου:

Δεν παραφυλλάω, φυλλάω.

Έκφραση που δηλώνει πως δεν μπορεί συνεχώς κάποιος να έχει την εποπτεία για κάτι ή την γνώση, ή για να αποφευχθεί κάτι.

-Ήρθε ου μπάρμπα’ζουμ;

-Δε φ’λάου αν ήρθι ού θ’κός ού μπάρμπα’ς, τράβα να ιδείς, πουδάρια ιέχ’ς.

Φκιάρ’:

Φτυάρι.

Ζαλώς’ του φκιάρ’ κι άϊτι πάμι να φκιάξουμι χαρμάν’ να σιάξουμι λίγου τη μάντρα για τα πράματα π’ κουντουλουγάει να πιέσ’.

Φ’λειού:

Φιλώ.

Μη του φ’λείς αρέ του πιδί, θα του κουλλήεις κανιά αστένεια.

Φιβγάλα:

Πήραμι τη φιβγάλα μόλις είδαμι τα σκλιά να ρχιένται απάνε μας.

Φροματάω:

Αγριεύομαι.

Τι φρουματάς ιέτς μάναμ’ !

Φωτίκια:

Τα δώρα του νονού το πάσχα.

Πάου να τ’ δώκου κι τα φωτίκια.

Φούϊστα:

Φούστα.

Ίσιασι μαρή τη φούιστα’ς την ιέχ’ς βάν’ ριβά.

Φλιτούρξα:

Πέταξα.

Το ρήμα φλιτράω χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει κάποιον που τρελλάθηκε.

Πάει αυτός φλιτούρξι ντίπ κατα ντίπ.

 

error: Content is protected !!