Κατηγορία: Τ

Ταμτέλα:

Δαντέλα.

Μό ‘μεινι να κιντήσω την ταμτέλα κι να τιλιώσου του τραπιζουμάντλου.

Ταραντέλα:

Κουρασμένος, ζαλισμένος.

Ήπια πουλύ κρασί κι γίνγκα ταραντέλα, μό’ρχιτι σβημάρα κι θα πάου να κμοιθού.

Ταχειά:

Αύριο.

Ταχειά πάλε θα πιέξουμι κουλτσίνα, αϊτι γειά τώρα!

Τένιασα:

Κουράστηκα.

Τένιασα απ’ τίναζα τς κουρελές μό’φκε η μεσιά.

Τζιώρας:

Βλάκας.

Αϊ απ’καθέσε κι μιλάς μαζί’τ, αφού είνι τζιώρας διν τούν γλέπ’ς;

Τίλωσα:

Χόρτασα.

Τι ανάγκ’ ιέχ’ς ισύ; την τίλουσες καλά καλά αλιά απού ιμένα απ’ δεν ιέφαγα τίποτας.

Τόμασι:

Το μάζεψε.

Πάλε τόμασι κι ήρθι σπί’, αφού τούπα δεν τούν θέλου να ξαναματαρθεί.

Τραπέτσ’:

Ξυνό.

Ούϊ τραπέτσ’ είνι αυτό του πουρτουκάλ’ νάμ’ ιένα άλλου!

Τρεμοζαγαρίζω:

Παγώνω απ’ το κρύο, όπως τρέμουν τα ζαγάρια (κυνηγόσκυλα).

Τι τρεμουζαγαρίεις ιέτσ’; τράβα φόρα μιά καζάκα.

Τροερίζει, Τροερίζ’:

Γυροφέρνει.

Σι τροερίζ’ γρίπ’ μ’ φένιτι! Σι τροερίζ’ να τς’ φάς χρουνιάρα μέρα! αϊ κάτσι καλά μή σ’ αρχίσου τς’ γρήγουρις.

error: Content is protected !!