Δαντέλα.
Μό ‘μεινι να κιντήσω την ταμτέλα κι να τιλιώσου του τραπιζουμάντλου.
Δαντέλα.
Μό ‘μεινι να κιντήσω την ταμτέλα κι να τιλιώσου του τραπιζουμάντλου.
Κουρασμένος, ζαλισμένος.
Ήπια πουλύ κρασί κι γίνγκα ταραντέλα, μό’ρχιτι σβημάρα κι θα πάου να κμοιθού.
Αύριο.
Ταχειά πάλε θα πιέξουμι κουλτσίνα, αϊτι γειά τώρα!
Κουράστηκα.
Τένιασα απ’ τίναζα τς κουρελές μό’φκε η μεσιά.
Βλάκας.
Αϊ απ’καθέσε κι μιλάς μαζί’τ, αφού είνι τζιώρας διν τούν γλέπ’ς;
Χόρτασα.
Τι ανάγκ’ ιέχ’ς ισύ; την τίλουσες καλά καλά αλιά απού ιμένα απ’ δεν ιέφαγα τίποτας.
Το μάζεψε.
Πάλε τόμασι κι ήρθι σπί’, αφού τούπα δεν τούν θέλου να ξαναματαρθεί.
Ξυνό.
Ούϊ τραπέτσ’ είνι αυτό του πουρτουκάλ’ νάμ’ ιένα άλλου!
Παγώνω απ’ το κρύο, όπως τρέμουν τα ζαγάρια (κυνηγόσκυλα).
Τι τρεμουζαγαρίεις ιέτσ’; τράβα φόρα μιά καζάκα.
Γυροφέρνει.
Σι τροερίζ’ γρίπ’ μ’ φένιτι! Σι τροερίζ’ να τς’ φάς χρουνιάρα μέρα! αϊ κάτσι καλά μή σ’ αρχίσου τς’ γρήγουρις.