Κατηγορία: Τ

Τσουρναράει:

Στάζει λίγο λίγο, σιγά σιγά.

Τι την άφκις αρέ τη βρύσ’ κι τσουρναράει; άϊ τράβα κι σφίξτην καλά καλά.

Ατήρα, τράω, τράξω:

Για δές, κοιτάζω, να κοιτάξω.

-Ατήρα ικεί σ’ λέου αρέ!

-Σα πούθι ρε να τράξου;

Τσιαλαφός:

Αλαφροΐσκιωτος, καλοΐσκιωτος.

Του πιδάκ’ αυτόνο είϊδις τι καλό απ’ ούναι; ήσυχουυ! μ’ φένιτι λίγου τσιαλαφό.

Ταφιάσω:

Θα σε βάλω σε τάφο:

Μη μ’ τνάϊσι ιμένα μη σι ταφιάσου αδεδώ!

Τ’λιού:

Τυλίγω.

Μη του τλείς ιέτ’ς ρε σβάρνα τού λάχανου! τι ντουλμάδια είνι αυτάνα απ’ θα φάμι;

Τσάκνα:

Λεπτά κλαριά. Μεταφορικά τα πολύ λεπτά πόδια.

Φάει μάνα’μ απ’όχ’ς κάτ’ πουδαράκια σα τσάκνα!

Τσάχαλου:

Σκουπιδάκι.

Μ’ μπήκι ιένα τσάχαλου στού μάτι’μ, στάκα να του βγάνου.

Τσιαλαφούτ’:

Παχύρρευστο βρασμένο πρόβειο γάλα, που συντηρείται σε ξύλινο δοχείο που μετά τοποθετείτε σε κρύο νερό. Το παρασκεύαζαν προς το τέλος του καλοκαιριού όταν το γάλα είναι αρκετά παχύ και πολύ πηχτό, στο γάλα αυτό γίνεται και κάποια ζύμωση.

Τσοκάνι:

Η κουδούνα των ζώων. Μεταφορικά κάποιος πού μιλάει ασταμάτητα και διαπεραστικά.

Ξιέρ’ς τι τσουκάν’ είνι αυτήν; άϊτι κι σι βάν’ μπρουστά!

Ταχιά:

Αύριο.

Κμή’ς τώρα κι ταχιά γλέπουμε τι θα κάνουμι.

error: Content is protected !!