Κατηγορία: Σ

Σακατλίκ’:

Σακάτης.

Πάει σακατλίκ’ κατάντ’σα, δεν μπουρού να σκώσω τού πουδάρι’μ.

Σαούρα:

Σιωπή.

Είνι μισμέρ! κίχ να μην ακούσω σαούρα σ’ λέου.

Σαπακιάζω:

Ρίχνω ξύλο, δέρνω.

Τούν σαπάκιασι στού ξύλου μόλις τούν ιέπισι απ’ τούν γιακά.

Σαραούλιασα:

Νύσταξα, και εξαντλήθηκα.

Σήκου να κμοιθείς αφού σι βλέπου, σαραούλιασις.

Σβόιρας:

Κοντός.

Αϊά μαρή! τι κοντοσβόιρας μάνα’μ είνι αυτός;

Σβουρλιάω:

Πετάω με ορμή.

Μάζιφτα τα πράματα’ς γιατί θα τα σβουρλιάξω ουόλα κάτ’ απ’ τού παράθυρου.

Σιακάτ’, σιακείθε:

Πιο κάτω, προς τα εκεί.

Σιακάτ’ πήγι! σιακείθε πήγι! μπάκαι ξιέρου να σπού!

Σιαπέρα κι σιαδώθε:

Από εδώ κι απο κεί. Σαν χαρακτηρισμός για άτομο πού είναι χαλαρών ηθών.

Αυτήν π’ την γλέπ’ς, είναι σιαπέρα κι σιαδώθε.

Σκαρπιάς:

Σκορπιός.

Ανασήκουσα την πιέτρα κι να ιένας σκαρπιάς απ’ κάτ’. Πρόσιξα ουόμως μη μι τσιουμπήσ’

error: Content is protected !!