Σακάτης.
Πάει σακατλίκ’ κατάντ’σα, δεν μπουρού να σκώσω τού πουδάρι’μ.
Σακάτης.
Πάει σακατλίκ’ κατάντ’σα, δεν μπουρού να σκώσω τού πουδάρι’μ.
Σιωπή.
Είνι μισμέρ! κίχ να μην ακούσω σαούρα σ’ λέου.
Ρίχνω ξύλο, δέρνω.
Τούν σαπάκιασι στού ξύλου μόλις τούν ιέπισι απ’ τούν γιακά.
Νύσταξα, και εξαντλήθηκα.
Σήκου να κμοιθείς αφού σι βλέπου, σαραούλιασις.
Κοντός.
Αϊά μαρή! τι κοντοσβόιρας μάνα’μ είνι αυτός;
Πετάω με ορμή.
Μάζιφτα τα πράματα’ς γιατί θα τα σβουρλιάξω ουόλα κάτ’ απ’ τού παράθυρου.
Πιο κάτω, προς τα εκεί.
Σιακάτ’ πήγι! σιακείθε πήγι! μπάκαι ξιέρου να σπού!
Από εδώ κι απο κεί. Σαν χαρακτηρισμός για άτομο πού είναι χαλαρών ηθών.
Αυτήν π’ την γλέπ’ς, είναι σιαπέρα κι σιαδώθε.
Aρσενικοθήλυκο, αρσενικοθήλυκη.
Αυτήν είναι σιρκουθήλου! ιέτσ’ λέν’ ούλι στού χουριό.
Σκορπιός.
Ανασήκουσα την πιέτρα κι να ιένας σκαρπιάς απ’ κάτ’. Πρόσιξα ουόμως μη μι τσιουμπήσ’