Το ευχαριστώ, η υποχρέωση.
Τ’ς τραπέζουνα ουλνούς να τ’ ακούσου του σπουλάκ’.
Το ευχαριστώ, η υποχρέωση.
Τ’ς τραπέζουνα ουλνούς να τ’ ακούσου του σπουλάκ’.
Γύρω γύρω.
Του’φιρα του σπίτ’ σιντίλα, του δαχλύδ’ δε το’ηβρα.
Πιέζομαι, στριμώχνομαι.
Τι μι στρίτζουσις ιδω στη γουνία; άφκεμι να πάρου ανάσα.
Κουμαντάρω κοπάδι ζώων, είτε τα μαζεύω είτε τα διώχνω.
Σαλάγατα τα γίδια κι τα πρόβατα.
Αμίλητος.
Κάνι σαρμάκο ισύ κι μη λές πουλλά γιατί δι ξιέρ’ς.
Τώρα σε βλέπω μ’ άλλονε και `γω κάνω σαρμάκο,
γιατί ταιριάζει τ’ όνομα, για να με λένε Μάρκο,
Απόσπασμα απο τραγούδι τού Μάρκου Βαμβακάρη ο Μάρκος κάνει σαρμάκο.
Συννεφιασμένος και ζεστός αποπνιχτικός καιρός.
Είχι συννιφόκαμα σιήμιρα, δεν μπόργα να πάρω ανάσα.
Σκάω απ’ το πολύ φαγητό.
Ιέφαγα αυτές τς’ τσιγαρίθρες κι στουμπαριάσκα, τι το’θιλα;
Συμμαζέψου. Χρησιμοποιείτα ανάλογα τα συμφραζόμενα για λόγους χωροταξίας, και για απρεπή συμπεριφορά.
Για σμαζώξ’ λίγου γιατί παραπήρες αιέρα.
Σκυφτό γομάρι. Χαρακτηρισμός για κάποιον που δεν είναι ευθυτενής και καμπουριάζει.
Ισιασι τη ραχιά’ς μη στέκισι σα σκυφτογόμαρου;
Στάσου.
Στέκα να ξαπουστάσου λίγου πιδάκι’μ μη τρέχ’ς, ιγώ είμι γριά.