Κατηγορία: Σ

Σπουλάκι:

Το ευχαριστώ, η υποχρέωση.

Τ’ς τραπέζουνα ουλνούς να τ’ ακούσου του σπουλάκ’.

Σιντίλα:

Γύρω γύρω.

Του’φιρα του σπίτ’ σιντίλα, του δαχλύδ’ δε το’ηβρα.

Στριντζώνομαι:

Πιέζομαι, στριμώχνομαι.

Τι μι στρίτζουσις ιδω στη γουνία; άφκεμι να πάρου ανάσα.

Σαλαγάω

Κουμαντάρω κοπάδι ζώων, είτε τα μαζεύω είτε τα διώχνω.

Σαλάγατα τα γίδια κι τα πρόβατα.

Σαρμάκο:

Αμίλητος.

Κάνι σαρμάκο ισύ κι μη λές πουλλά γιατί δι ξιέρ’ς.

Τώρα σε βλέπω μ’ άλλονε και `γω κάνω σαρμάκο,
γιατί ταιριάζει τ’ όνομα, για να με λένε Μάρκο,
Απόσπασμα απο τραγούδι τού Μάρκου Βαμβακάρη ο Μάρκος κάνει σαρμάκο.

Συννεφόκαμα:

Συννεφιασμένος και ζεστός αποπνιχτικός καιρός.

Είχι συννιφόκαμα σιήμιρα, δεν μπόργα να πάρω ανάσα.

 

Στουμπαριάζομαι:

Σκάω απ’ το πολύ φαγητό.

Ιέφαγα αυτές τς’ τσιγαρίθρες κι στουμπαριάσκα, τι το’θιλα;

Σμαζώξ:

Συμμαζέψου. Χρησιμοποιείτα ανάλογα τα συμφραζόμενα για λόγους χωροταξίας, και για απρεπή συμπεριφορά.

Για σμαζώξ’ λίγου γιατί παραπήρες αιέρα.

Σκυφτογόμαρο:

Σκυφτό γομάρι. Χαρακτηρισμός για κάποιον που δεν είναι ευθυτενής και καμπουριάζει.

Ισιασι τη ραχιά’ς μη στέκισι σα σκυφτογόμαρου;

Στέκα:

Στάσου.

Στέκα να ξαπουστάσου λίγου πιδάκι’μ μη τρέχ’ς, ιγώ είμι γριά.

error: Content is protected !!