Κατηγορία: Σ

Σύμμασα:

Συμμάζεψα.

Σύμμασι τα πράματα’ς ρε σβαρνιάρ’ μ’ το χς’ κάν’ του σπίτ’ σα πτανουμαρία.

Στούκ’:

Χαρτοπαίγνιο, το εικοσιένα.

Πάμι στου καφινείου να πιέξουμι κανά στούκ’;

Σ’καμνιά:

Μουριά.

Ξικλάρ’ζα τη σ’καμνιά, κι γιόμ’σι ου τόπους μούρα.

Σιούτους, σιούτου αρνί:

Κριάρι ή τράγος χωρίς κέρατα. Ίσως απ’ την λέξη ιταλική asciutto ξερός, στεγνός. Μειωτικά για κάποιον που είναι νωθρός.

Τούν γλέπ’ς ικείνουν τούν τράγου τούν σιούτου; ικείνουν θα σ’ δώκω.

 

 

 

Σταφυλοπατάω:

Πατάω σταφύλια, ματαφορικά πάω πάνω κάτω απ’ την αγωνία, δεν έχω ησυχία.

Μόσπασις τα νεύρα, σταμάτα να σταφυλουπατάς.

Σγαρλάω:

Σκαλίζω, πειράζω με τα χέρια ή με τα νύχια μια επιφάνεια.

– Τι σγαρλάει ιέτ’ς του παράθυρου;

– Καμιά γάτα θα είϊνι, τράβα πρόγκατην να φύφγ’

Συνγκεριάζω:

Βάζω σε τάξη.

Ιέχου να συνγκεριάσου κι τα ρούχα στου μπαούλου κι μιτά καθέμαι δε κάνω τίποτας άλλο.

Σκάλος:

Σκάλισμα σε χωράφι.

Πάου για σκάλου κι ρχιέμαι μιτά στού σπίτ’ να φάου κι να κμηθού μια στάλα.

Σβαρνίστ’κα:

Σύρομαι κτάχαμα.

Ξαγλύστρησα ιέπισα κι σβαρνίστ’κα καταής, ιέσκισα και του παντιλόνι’μ.

error: Content is protected !!