Παροιμία που την επικαλείται κάποιος που είναι πολύ νυσταγμένος.
Παϊαίνου να κ’μοιθού, κι τ’ Άϊ Γιουργιού να φ’εξ’!
Σύμφωνα με την παράδοση την έκφραση αυτή την είπε τ’ αηδόνι όσο ήταν ακόμη άνθρωπος.
Τ’ αηδόνι ήταν βοσκόπουλο, κάποια φορά παρήπιε κρασί, κι όπως δεν τον βαστούσαν άλλο τα πόδια του, διέταξε τα δυό του τσοπανόσκυλα, το Τσιβέλι και την Τσίλα, να φυλάν το κοπάδι του, και πρίν πέσει σε βαθύ ύπνο είπε πως θε να ξυπνήσει όταν φέξει τ’ Άϊ Γιωργιού.
‘Οταν μετά απο καιρό έφεξε τ’ Άϊ Γιωργιού, τ’ αηδόνι ξύπνησε και είδε πως τόσους μήνες που κοιμόταν, το κοπάδι του αυξήθηκε κατά πολύ. Τότε κρυφά απ’ τα δυό του τσοπανόσκυλα πούλησε τα ζώα του. Τα τσοπανόσκυλα μόλις κατάλαβαν τι είχε γίνει, παραπονέθηκαν στ’ αηδόνι γιατί δεν τα ρώτησε.
Τ’ αηδόνι για να εξιλεωθεί παρακάλεσε να γίνει πουλί, έτσι και έγινε, απο τότε φωνάζει κελαϊδώντας στα σκυλιά του…Τσίλα, Τσίλα, Τσιβέλι!
Τσίλα μου, εσύ στα πρόβατα, Τσιβέλι, εσύ στα γίδια
βοσκάτε τα μες στις λογγιές και μέσα στα γρασίδια
κι επάνω εγώ στο ξάγναντο θα παίζω τη φλογέρα,
ν’ αχολογάει ως πέρα.
-Λάλα το, αφέντη, λάλα το, τώρα που μπήκε ο Μάης,
έννοια μην έχεις στις κοπές, ποτέ σου δεν εκάης,
και κάπου – κάπου κράξε μας, να σ’ αγρικάν τ’ αυτιά μας
πως είσ’ εδώ κοντά μας.
Φυσά ο νιος το καλάμι του κι αντιλαλούνε οι τόποι
κι απ’ το πολύ το παίξιμο κι από το γλεντοκόπι,
νυστάξανε τα μάτια του και γέρνει εκεί στη στάνη,
βαρύ τον ύπνο κάνει.
-Θεέ μου, ύπνο δώσε μου και τ’ Αη-Γιωργιού να φέξει!
Κοιμάται μια, κοιμάται δυο, κοιμάται μέρες έξι,
κοιμάται μήνους και καιρούς και κάποτε ξυπνάει.
-Πάει πια το βιος μου, πάει.
-Τσίλα μου, πού ’ν’ τα πρόβατα, τσιβέλι, πού τα γίδια;
-Τα πρόβατα βοσκάν μπαστή, τα γίδια βελανίδια.
-Αυγάτηναν τα γιδερά, αυγάτηναν τα πράτα,
τα σιάδια είναι γεμάτα!
Κι ο νιος κρυφά κι απόκρυφα πουλάει τα ζωντανά του.
-Πού παν γίδια και πρόβατα, ρωτάνε τα σκυλιά του,
πως μπόρεσες, αφέντη μας, μόνος να τα πουλήσεις,
χωρίς να μας ρωτήσεις;
Τραβιέται αυτός παράμερα και κάθεται και κλαίει.
-Θεέ μου, κάνε με πουλί, παρακαλεί και λέει.
Αηδόνι πια, θωρεί, ως πετά λιβάδι σε λιβάδι,
το κάθε του κοπάδι.
-Τσίλα μου και τσιβέλι μου, σου, σου, πιστά σκυλιά μου,
κι εγώ με το τραγούδι μου και με το λάλημά μου
προσέχω τα κοπάδια μου και τα βοσκώ κάθε ώρα,
καθώς κάνω και τώρα.