Δάγκωσε την γλώσσα σου.
-Λέ να πιθάν’ ου παππούζουμ’;
-Δάγκω τη γλώσσα’ς αρέ απ’ θα πιθάν’ ου παππού’ς.
Δάγκωσε την γλώσσα σου.
-Λέ να πιθάν’ ου παππούζουμ’;
-Δάγκω τη γλώσσα’ς αρέ απ’ θα πιθάν’ ου παππού’ς.
Το κάπνισες.
Άι καπίνσιε του τσγάρου να φύφγουμι μπακι προυλάβουμι.
Έφτασε ίσα ίσα.
Τσίμα τίμα ιέφτασι του φαί, ριζίλ’ γίγκαμι τς’ ανθρώπ’ς.
Θα σου κόψω τον αφαλό.
-Τά’ πα ούλα στουν πατέρα’ς χαρτί κι καλαμάρ’!
-Τά’ ιπις; άμα θέλ’ς να σ’ αφαλουκόψου!
Θα σου κόψω τ’ αυτιά.
Κάτσι καλά ρε κιαρατά μι κάν’ς φασαρία μές του μισμέρ’ γιατί θα σι ξαφτιάσου.
Θα σου σπάσω τα πλευρά ένα ένα.
-Ιγώ θα πάου να πιαίξου μι τα πιδιά κι συ ας λές δε μι νοιάζ’.
-Αμα θες να σ’ μιτρήσου τα παΐδια ιένα ιένα! πάαινε ισύ κι θα δείς τι θα πάθ’ς μιτά.
Δεν μου χαλάς την όρεξη, δεν με νοιάζει, αδιαφορώ κάνε ότι νομίζεις.
-Δε θα ρθού μαζί σας στην ταβέρνα, δε μ’ αρέσ’ του ψ’τό.
-Ναι άμα δε ρθείς, κι δι φάς ισύ, θα μ’ χαλάεις την κ’λοιά, ισύ θα χάεις.
Το κατάλαβες καθυστερημένα.
-Απ’λές μιτάνιουσα απ’ δεν αγουόρασα απού κείνουν ικείνις τς’ κατσίκις, μ’ φένετι ουότ’ ήταν καλύτιρις απ’ αυτές απ’ πήρα.
-Τώρα απ’ σού’ ρθαν τα μουσκάρια του πλάκ’ πιέταξι, τράβα να τουν βρείς αυτόν απ’ ούχι τς’ κατσίκις, μείνι τώρα μ’ αυτές τς’ μπακανιασμένες, κι σαούρα.
Τον κάνει ότι θέλει, τον σέρνει απ’ την μύτη, τον οδηγεί όπως το άλογο. Καπσ’τράνα. Τα χοντρά λουριά που είναι τοποθετημένα στο κεφάλι του αλόγου για να κρατάνε το καπίστρι του.
Αυτήν ουότ’ θιέλ’ τούν κάν’ αυτόν, κουτάει να πεί τίπουτας; τούν τραβάει απ’ την καπσ’τράνα, ουότ’ θέλ’ αυτήν κάν’, δε λές μπάκι τρώει κι ξύλου απ’ αυτήν!
Χαϊδευτικά τα οπίσθια του μωρού, ή των μικρών παιδιών.
Μη ξαναματαπείς τέτοιες κ’βεντούλες θα στούν κάνου μαύρου τούν κωλαρέντζου’ς απ’ του ξύλου.