Κατηγορία: Στερεότυπες Ρουμελιώτικες Εκφράσεις & Λέξεις

Μ’ ιέχ’ς γμάρ’ κι άλουγου:

Με έχεις γομάρι κι άλογο.

Έκφραση για κάποιον που εκμεταλλεύεται άλλους ανθρώπους.

Ολοένα μι στέλν’ς ιδώ μι στέλν’ς ικεί, φέρεμ’ τό’να φέρεμ’ τ’ άλλου, μ’ ιέχ’ς γμάρ’ κι άλουγου!

Μούκ μούκ:

Σιγά σιγά, ράθυμα. Αντίθετο είναι το “Λάχ λάχ” γρήγορα γρήγορα.

Αι γιέ’μ κάνι γλήγορα, μούκ μούκ μια ουώρα! Μιέχρι να σκώει’ς του ιένα βρουμάει τ’άλλου!

Τό’χ άγριου του μάτ’:

Έκφραση για κάποιον που έχει άσχημες διαθέσεις, για κάτι πού πρόκειται να ακολουθήσει.

Δε τούν γλέπου καλά τούν Γληγόρ’.

Τό’χ άγριου του μάτ’ μ’ φένιτι θα φύφγ’ απ’ του σπίτ’  κι θα τη παρατήσ’ την Αφροδή μι το κούτσκου στή κλοιά! Τράβα κι πες’τ καμιά κβέντα μη σκουθεί κι πάρ’τα μάτια’τ κι γιέν’ αμούμ’τος.


 

Τό ‘χ άγριου ού κιρός:

Έκφραση για τον καιρό όταν επιδεινώνεται επικίνδυνα.

Ατήρα κάτ’ σύννιφα απ’ όρχοντι απ’ το βνό! Μ’ φένιτι τό’χ άγριου ού κιρός.

Μαζεύκις σα κουβάρ:

Έχεις μαζευτεί σαν κουβάρι.

Μεταφορικά για κάποιον πού έχει μαζευτεί απο το κρύο ή απο σωματικό πόνο.

Τι μαζεύκις σα κουβάρ κι καθέσι στη γουνία λες μπάκι είνι χ’μιώνας; αφού δε κάν’ κρύου;

Γουρνοχαρά:

Έθιμο των Χριστουγέννων, η σφαγή του γουρουνιού, παραμονή των Χριστουγέννων, ήταν γιορτή για κάθε σπίτι, βοηθούσαν στην σφαγή και γείτονες γιατί ήταν δύσκολη υπόθεση να σφαγιαστεί το γουρούνι.

Απ’ το σφάγιο τίποτε δεν πήγαινε χαμένο.

Μετά το γδάρσιμο του ζώου που γινόταν με προσοχή, το αλάτιζαν και το άπλωναν να στεγνώσει, μ΄αυτό κατασκεύαζαν τα “γουρνοτσάρχα”.

Τα ψαχνά του ζώου τα μαγείρευαν και τα αποθήκευαν μέσα στο λίπος του ίδιου του ζώου, όπου συντηρούνταν για πολύ καιρό, “πασπαλάς”.

Στήν συνέχεια λιώναν το λίπος, “λίπα” το χρησιμοποιούσαν αντί για λάδι, γιατί κάποτε ήταν δυσεύρετο, ή γιατί στα ορεινά χωριά δεν υπήρχε παραγωγή, και στο τέλος της διαδικασίας της λίπας φτιάχναν τσιγαρίδες.

Η ουροδόχος κύστη του ζώου “φούσκα” φτιαχνόταν μπάλα των παιδιών για το παιχνίδι τους.

Απ’ το κεφάλι τα πόδια και την ουρά, φτιαχναν τον πατσά, “πηχτή”.

Απ τα έντερα του ζώου φτιαχνόταν λουκάνικα, και απ’ το παχύ έντερο “μπουμπάρια”.

Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο! όλα τα κομμάτια του ζώου τα αξιοποιούσαν.

Που τρώς ψουμί:

Που βρίσκεσαι, με ποιούς κάνεις παρέα.

Σα που είσι συ αρέ! σ’ έχασαμι, που τρώς ψουμί;

Ω! μπώ:

Πω πω!

Ω! μπώ μ’ μπήτ’σι του ψουμί κι τώρα τι κάνου απ’ θα ρθεί κόσμους για φαί του βράδ’;

error: Content is protected !!