Ευσεβής.
Τα πιδιά αφνού είνι καλά κι σιβαστικά.
Ευσεβής.
Τα πιδιά αφνού είνι καλά κι σιβαστικά.
Μήπως.
Τσακίσκα κι έπισα καταής, σάματ’ ήταν κανένας να μη σκώσ’! μαναχόζου’μ σκώθ’κα.
Αυτός που έχει στραβό σαγόνι, στόμα.
Αυτόν τούν στραβουτσιάουλου πήρι για άντρατ’ς.
Τι του στούμπ’σις ιτσιά του καρύδ’! πουώς θα του βάνου μες’ του γλυικουό ιέτ’ς απ’ τόκανις!
Σκουντάω.
Σούγκραμι α΄μα φτάσουμι στου χουριό μη μ’ αφήκ’ς κι κμοιθού μες του πύλμαν.
Βρωμιάρα. Χαρακτηρισμός για όχι καθαρή νοικοκυρά.
Δε πσ’τεύου να ιέφαγις απ’ του φαί αφ’νής, γιατί είνι σ’κλίκου.
Βρωμίζω, βρώμισα, βρωμιάρης.
Βγάνι τα ρούχα ‘ς να στα πλύνου γιατί σ’κλίκιασις καημένε’μ!
Σκουληκαντέρα, σκουλίκι.
-Κάνου ιέτ’ς τι να ιδού! μια σκληκαντέρα τρείς πθαμές.
-Μπάκαι τα παραλές! αυτήν διέν ήταν σ’κληκαντέρα, ήταν διντρουγαλιά.
-Τι μαϊέρεύ’ς σιήμιρα;
-Στιφάτο μι κνέλ’ μαϊρεύου, ιέλα να φάμι!
Πρός τα πίσω, πρός τα μπρός.
Κάνι λίγου σα πίσου, κι μιτά πάρτου λίγου σα μπρός, μιτά μπουρείς να φύβ’γς.