Κατηγορία: Σ

Σεβαστικός:

Ευσεβής.

Τα πιδιά αφνού είνι καλά κι σιβαστικά.

Σάματ’:

Μήπως.

Τσακίσκα κι έπισα καταής, σάματ’ ήταν κανένας να μη σκώσ’! μαναχόζου’μ σκώθ’κα.

Στραβουτσιάουλους:

Αυτός που έχει στραβό σαγόνι, στόμα.

Αυτόν τούν στραβουτσιάουλου πήρι για άντρατ’ς.

Στουμπάου:

Τι του στούμπ’σις ιτσιά του καρύδ’! πουώς θα του βάνου μες’ του γλυικουό ιέτ’ς απ’ τόκανις!

Σούγκράω:

Σκουντάω.

Σούγκραμι α΄μα φτάσουμι στου χουριό μη μ’ αφήκ’ς κι κμοιθού μες του πύλμαν.

Σ’κλικιάρα, σ’κλίκου:

Βρωμιάρα. Χαρακτηρισμός για όχι καθαρή νοικοκυρά.

Δε πσ’τεύου να ιέφαγις απ’ του φαί αφ’νής, γιατί είνι σ’κλίκου.

Σ’κληκαντέρα, σ’κλίκ’:

Σκουληκαντέρα, σκουλίκι.

-Κάνου ιέτ’ς τι να ιδού! μια σκληκαντέρα τρείς πθαμές.

-Μπάκαι τα παραλές! αυτήν διέν ήταν σ’κληκαντέρα, ήταν διντρουγαλιά.

Στιφάτο:

-Τι μαϊέρεύ’ς σιήμιρα;

-Στιφάτο μι κνέλ’ μαϊρεύου, ιέλα να φάμι!

Σα πίσου, σα μπρός.

Πρός τα πίσω, πρός τα μπρός.

Κάνι λίγου σα πίσου, κι μιτά πάρτου λίγου σα μπρός, μιτά μπουρείς να φύβ’γς.

 

error: Content is protected !!