Κατηγορία: Ξ

Ξιμπλέτσωτος:

Αυτός που φοράει ελάχιστα ρούχα.

Σ’ έποιασαν τα καλουκαίρια κι μ’ βγήκις όξου ξιμπλέτσουτους;

Ξάνγκλγους:

Αυτός που έχει τα μαλλιά του αχτένιστα και μπερδεμένα.

Αγιέμ χτένισι μια στάλλα τα μαλλιά’ς ξάνγκλγους θα βγείς σα όξου;

Ξαμώνω:

Σηκώνω το χέρι απειλητικά για να χτυπήσω κάποιον.

Κόψ’ τς’ χειρουνουμίες κι μη ξαμών’ς τού πιδί.

error: Content is protected !!