Ξεβράκωτος, γυμνός.
Σι πήραν τα καλοκιαίρια ισιένα και μ’ βγήκις ξιμπλέτσουτους σα όξου;
Ξεβράκωτος, γυμνός.
Σι πήραν τα καλοκιαίρια ισιένα και μ’ βγήκις ξιμπλέτσουτους σα όξου;
Ξεθεώθηκα.
Ξεντζανιάσκα απ’ τς δλειές ιψές, δε μπουρού άλλου, σιήμιρα λέου να ξαπουστάσου.
Φίδι.
Ιέκανα να σκύψου να μάσου τα βελούρια κι πως δε τού πάτσ’α ιένα ξεραμένο απ’ πιέρασι απού μπρουστά’μ! η παναίτσα μι βόηθσι.
Φτύνω με φλέματα.
Τι ξιρουχαλιάεσι μπρουστά στού τραπεζ’; αϊ κάνι σα κεί!
Ξεθεώθηκα.
Μι ξεσβέλιασι απ’ τη δλειά δι μ’ άφκι να προυσφαίσου ούτι μια μπουκιά ψουμί.
Πόνος της μέσης μετά απο κουβάλημα.
Ξιμισιάσ’κα απ’ τού κουβάλι’μα, στάκα να ξαπουστάσου εδωϊά μια στάλα.
Ξεπάγιασα.
Σύκου να φύφγουμι απ’ ιδώϊας ιέχ’ ρεύμα κι ξιπάϊασα, άϊτι αναμέρα.
Κουτσομπολιό.
Ιέμαθα ιψές στού καφινείου πως μι ξόμπλιαζις σ’ ουλνούς.
Επίτηδες, (εξ έργου).
Τι μι πιέρασις; διεν κατάλαβα νουμίεις ότ’ τό κανις ξαργού;
Κόβω το αυτί κάποιου.
Μεταφορικά χρησιμοποιείται και σαν απειλή τιμωρίας.
Θα σί ξαφτιάσου κακουμοίρκου’μ