Κατηγορία: Ξ

Ξεμπλέτσωτος:

Ξεβράκωτος, γυμνός.

Σι πήραν τα καλοκιαίρια ισιένα και μ’ βγήκις ξιμπλέτσουτους σα όξου;

Ξεντζανιάσκα:

Ξεθεώθηκα.

Ξεντζανιάσκα απ’ τς δλειές ιψές, δε μπουρού άλλου, σιήμιρα λέου να ξαπουστάσου.

Ξεραμένο:

Φίδι.

Ιέκανα να σκύψου να μάσου τα βελούρια κι πως δε τού πάτσ’α ιένα ξεραμένο απ’ πιέρασι απού μπρουστά’μ! η παναίτσα μι βόηθσι.

Ξεροχαλιάσκα:

Φτύνω με φλέματα.

Τι ξιρουχαλιάεσι μπρουστά στού τραπεζ’;  αϊ κάνι σα κεί!

Ξεσβελιάσκα:

Ξεθεώθηκα.

Μι ξεσβέλιασι απ’ τη δλειά δι μ’ άφκι να προυσφαίσου ούτι μια μπουκιά ψουμί.

Ξιμισιάσ’κα

Πόνος της μέσης μετά απο κουβάλημα.

Ξιμισιάσ’κα απ’ τού κουβάλι’μα, στάκα να ξαπουστάσου εδωϊά μια στάλα.

Ξιπάϊασα:

Ξεπάγιασα.

Σύκου να φύφγουμι απ’ ιδώϊας ιέχ’ ρεύμα κι ξιπάϊασα, άϊτι αναμέρα.

Ξόμπλιο:

Κουτσομπολιό.

Ιέμαθα ιψές στού καφινείου πως μι ξόμπλιαζις σ’ ουλνούς.

Ξαργού:

Επίτηδες, (εξ έργου).

Τι μι πιέρασις; διεν κατάλαβα νουμίεις ότ’ τό κανις ξαργού;

Ξαφτιάζω:

Κόβω το αυτί κάποιου.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται και σαν απειλή τιμωρίας.

Θα σί ξαφτιάσου κακουμοίρκου’μ

error: Content is protected !!