Το καφεδάκι.
Στάκα να ψήσου ιένα καφούλ’ κι μιτά να κάνου τσ’ δλειέ ζουμ’.
Το καφεδάκι.
Στάκα να ψήσου ιένα καφούλ’ κι μιτά να κάνου τσ’ δλειέ ζουμ’.
Καταγής.
Κάτσι καταΐτσα σα καλό πιδί μέχρι να ρθεί ου μπαμπά’ς να σι πάρ’ να φύφγιτι για του σπίτ’.
Ασθένεια αρρώστια.
Να πνά μή σώεις’ πνά μή προυφτάεις’ να κακαμάντζα να σι πιάσ’.
Τα περιττώματα της γίδας.
Για κουρουϊδία μό’ βανες τόσου λίγου φαί; τι κακαράντζες είν’ αυτές;
Λάχανο.
Τι φαί ιέχ’ς μαρή σιήμιρα; αϊ λίγου καραμπουλάχανου κι λίγις λιούλες μι ψουμουτύρ’.
Κουκουλομένος με πολλά σκεπάσματα.
Τι σκιπάσκις κατακούκλα ρε θεουσκουτουμένου; θα σκάεις απ τη ζιέστα!
Είδος πρόχειρου και γρήγορου φαγητού με καλαμποκάλευρο και φέτα.
Καπάκι.
Βάνε τού κλούφ στού μπουκάλ’ μη χθιεί τού κρασί καταή.
Χαρακτηρισμός για κοντόχοντρο άνθρωπο, και καπάκι φτιαγμένο απο κολοκύθα. Πως τη παντριεύκε αυτήν’ α’πού ναι σα κουλουκθιουβούλωμα;
Το φτερό του κόκκορα, ή και έφραση για σιγουριά ενός ανθρώπου για μια κατάσταση.
Αμα σ’ ξαναδώκω ιγώ λπτά κι να τα χαλάεις για χαζαμάρες, να μ’ τρυπήεις’ τη μύτ’ μ’ ένα κυκουτόφτερου.