Αυτός πού έχει πεταχτά αυτιά.
Μωρέ τι καρλαύτ’ς είνι αυτούνος;
Αυτός πού έχει πεταχτά αυτιά.
Μωρέ τι καρλαύτ’ς είνι αυτούνος;
Δένω κόμπω.
Τι του κουμπόθιασις ιέτ’ς; ιέλα κι ξικουμπόθιαστου τώρα.
Καλύτερα.
Κάλιου να πέθινα παρά αυτό απ’ όμαθα.
Πελαργός, ή ερωδιός. Σύνθετη λέξη καλάμια και πόδια (κανιά). Χαρακτηρίζεται αυτός που έχει ψυλά πόδια, ή είνα αρκετά ψηλός.
Αγιέ’μ τι σκιάισι κουτζάμ καλαμ’κανάς;
Το κακάρισμα της κότας. Μεταφορικά όταν κάποιος γελάει ασταμάτητα.
Τι κακαργιέσαι σαν να σ’ καθαρίζνε αυγά;
Ξεκινώ.
Κίνσ’α μια κι δυο για του χουριό.
θα κάτσεις.
Θα να κάϊτ’ς κανιά βολά καταίτσα ή θα καθέσαι απ’ πάν απ’ τού κιφάλι’μ σα τούν χάρου;
Είδος κόρακα. Μεταφορικά για κάποιον που είναι κακοφτιαγμένος ή γρουσούζης.
Γιόμσαν τα χουράφια κουρατζάδια.
Κουτουλάω. Επίσης μεταφορικά δυλώνει στενότητα χώρου, συνωστισμό.
Είδις πως κουτριένται τα τραϊά; έίδες πως κουτουλάνε τα κερατά τους οι τράγοι;
Τι κουντριέμαστι έτσ’ εδώϊας; αϊ κάνι σ’ πέρα να πάρου λίγου ανάσα.
Χτυπώ πάνω-κάτω υγρό υλικό σε σκεύος με δύναμη, αναδεύω.
Κλουπάκατου καλά να γιέν’ καλό.