Κατηγορία: Κ

Καρλαύτ’ς:

Αυτός πού έχει πεταχτά αυτιά.

Μωρέ τι καρλαύτ’ς είνι αυτούνος;

Κουμπουθιάζω:

Δένω κόμπω.

Τι του κουμπόθιασις ιέτ’ς; ιέλα κι ξικουμπόθιαστου τώρα.

Κάλιου:

Καλύτερα.

Κάλιου να πέθινα παρά αυτό απ’ όμαθα.

Καλαμ’κανάς

Πελαργός, ή ερωδιός. Σύνθετη λέξη καλάμια και πόδια (κανιά). Χαρακτηρίζεται αυτός που έχει ψυλά πόδια, ή είνα αρκετά ψηλός.

Αγιέ’μ τι σκιάισι κουτζάμ καλαμ’κανάς;

Κακαργιέμαι:

Το κακάρισμα της κότας. Μεταφορικά όταν κάποιος γελάει ασταμάτητα.

Τι κακαργιέσαι σαν να σ’ καθαρίζνε αυγά;

 

Κ’νάου:

Ξεκινώ.

Κίνσ’α μια κι δυο για του χουριό.

Κάϊτ’ς:

θα κάτσεις.

Θα να κάϊτ’ς κανιά βολά καταίτσα ή θα καθέσαι απ’ πάν απ’ τού κιφάλι’μ σα τούν χάρου;

Κουραντζάς:

Είδος κόρακα. Μεταφορικά για κάποιον που είναι κακοφτιαγμένος ή γρουσούζης.

Γιόμσαν τα χουράφια κουρατζάδια.

 

Κουντράω, κουντριέμαι:

Κουτουλάω. Επίσης μεταφορικά δυλώνει στενότητα χώρου, συνωστισμό.

Είδις πως κουτριένται τα τραϊά; έίδες πως κουτουλάνε τα κερατά τους οι τράγοι;

Τι κουντριέμαστι έτσ’ εδώϊας; αϊ κάνι σ’ πέρα να πάρου λίγου ανάσα.

Κλουπακάω:

Χτυπώ πάνω-κάτω υγρό υλικό σε σκεύος με δύναμη, αναδεύω.

Κλουπάκατου καλά να γιέν’ καλό.

error: Content is protected !!