Οι κοπριές των αιγοπροβάτων.
Γιόμ’σι ου δρόμους σα πέρα σα πέρα κακαράντες, που να πατήεις!
Οι κοπριές των αιγοπροβάτων.
Γιόμ’σι ου δρόμους σα πέρα σα πέρα κακαράντες, που να πατήεις!
Κλαδί δέντρου.
Μη κρεμιέσαι απάν’ στην κλάρα θα σπάσ’ κι θα τσιακστείς.
Γέρος, ανήμπορος ηλικιωμένος.
Μαζιεύκαν στην πλατεία απ’ κάτ απ τούν πλάατανου, ούλα τα γεροκούσιαλα κι παίζνε κουλτσίνα.
Μουσικά όργανα σε πανηγύρι. Μεταφορικά για κάποιον πού κάνει θόρυβο με κάτι που θυμίζει μουσικό όργανο, ή ακούει δυνατά μουσική.
Μας πήρες τ’αυτιά μ’ αυτά τα κλαπατσίγκανα.
Διάφανο, διαυγές σαν γυαλί.
Καθαρουγυάλ’ απόψ’ ου ουρανός, ούλα τα αστέρια φιένουντι.
Μουτζούρα.
Γιόμσι καρβούνες ου τοίχους.
Η εσωτερική καμινάδα.
Καθάρ’σι του μπουχαρί, κι πρόσιχι μη γεμίεις καρβούνες.
Γέρος.
Τι γιερουκούσαλου απ’ πήγι κι παντρεύκι η έρμ η θλιβιρή;
Δοκίμασα πρώτος.
Ιέφκιξα του φαί κι δι καλουσκέρ’σα μια χαψιά ναιδού τι σόι είνι!
Μασάω σκληρή τροφή, κάνοντας τον χαρακτηριστικό ήχο κράτς κράτς.
Μη κρατσανάς ιέτ’ς μι τα δόντια’ς, θα τα σπάεις.