Κατηγορία: Κ

Κακαράντζα:

Οι κοπριές των αιγοπροβάτων.

Γιόμ’σι ου δρόμους σα πέρα σα πέρα κακαράντες, που να πατήεις!

Κλάρα:

Κλαδί δέντρου.

Μη κρεμιέσαι απάν’ στην κλάρα θα σπάσ’ κι θα τσιακστείς.

Κούσιαλο:

Γέρος, ανήμπορος ηλικιωμένος.

Μαζιεύκαν στην πλατεία απ’ κάτ απ τούν πλάατανου, ούλα τα  γεροκούσιαλα κι παίζνε κουλτσίνα.

Κλαπατσίγκανα:

Μουσικά όργανα σε πανηγύρι. Μεταφορικά για κάποιον πού κάνει θόρυβο με κάτι που θυμίζει μουσικό όργανο, ή ακούει δυνατά μουσική.

Μας πήρες τ’αυτιά μ’ αυτά τα κλαπατσίγκανα.

 

Καθαριουγυάλ’:

Διάφανο, διαυγές σαν γυαλί.

Καθαρουγυάλ’ απόψ’ ου ουρανός, ούλα τα αστέρια φιένουντι.

Καρβούνα:

Μουτζούρα.

Γιόμσι καρβούνες ου τοίχους.

Μπουχαρί:

Η εσωτερική καμινάδα.

Καθάρ’σι του  μπουχαρί, κι πρόσιχι μη γεμίεις καρβούνες.

Κούσιαλου:

Γέρος.

Τι γιερουκούσαλου απ’ πήγι κι παντρεύκι η έρμ η θλιβιρή;

Καλουσκέρ’σα:

Δοκίμασα πρώτος.

Ιέφκιξα του φαί κι δι καλουσκέρ’σα μια χαψιά ναιδού τι σόι είνι!

Κρατσανάου:

Μασάω σκληρή τροφή, κάνοντας τον χαρακτηριστικό ήχο κράτς κράτς.

Μη κρατσανάς ιέτ’ς μι τα δόντια’ς, θα τα σπάεις.

 

error: Content is protected !!