Χαρακτηρισμός για κάποιον πού δεν έχει ησυχία.
Κάτσι σι μια ησυχία! Κωλομυρμηγκίδα ιέχ’ς;
Χαρακτηρισμός για κάποιον πού δεν έχει ησυχία.
Κάτσι σι μια ησυχία! Κωλομυρμηγκίδα ιέχ’ς;
Φτουράει:
Δε θα σ’ κτρήσ’ η φασουλάδα αν δι τη φάς μι λίγου ψουμάκ’.
Κοκκύτης.
Αγιέμ τι β(ι)ήχα ιέχ’ τού πιδί! Καρκαλέτς’ θα είνι!
Άσπρη προβατίνα με αυτιά, μάτια, μύτη, μαύρα.
«Ήξερα ποιο πρόβατο λέγεται λάγιο, ποιο μπέλο, ποιο κάλεσιο»
Χρήστου Χρηστοβασίλη
Διηγήματα της στάνης.
Κερατάς.
Αϊτι κιαρατά ρουφιάνε, δι θα σι πιάσου στα χέρια’μ; θα ιδείς τι θα σι κάνου!
Προβατίνα ή γίδα με κοντά κέρατα. Μειωτικά για γυναίκα με ελαττώματα.
Αι μαρή παλιοκρούτα! τι χαζαμάρες είνι αυτές απ’ λές;
Γίδα ή προβατίνα με το ένα κέρατο σπασμένο.
Πώς γίνκγε αυτήν κουτσουκέρα; μπάκαι ξιέρου;
Το γάλα μετά την γέννα του ζώου, πίνεται βρασμένο και είναι αρκετά βαρύ για το στομάχι. Μεταφορικά για κάποιον που τρώει και πίνει μόνο εκλεκτά τρόφιμα και δεν συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο.
Σα τι άλλου θέλ’ς να σ΄φέρου! ισένα μόνου κορφίγκ θα σι ταΐζουμι και την αθέρα.
Η μεγάλη χάλκινη κουδούνα που φορούν στα γίδια.
Αΐκσις τα κυπριά απ τα γίδια; άϊτι σύρι κι μάζιευτα, μ’ φένετι ουότ’ σαλάησαν απ’ την μάντρα.
Οι ταΐστρες και ποτίστρες των ζώων στα μαντριά και στάβλους. Φτιαγμένη απο ξύλο, πελεκούσαν μια κοιλότητα δέντρου, ώστε να μπορούν τα ζώα να τρώνε και να πίνουν. Μεταφορικά και για κάποιον που το μόνο που κάνει είναι να τρώει.
Πάλε στούν κουρήτου σε γλέπω; αΐ σήκου κι κάνε κανιά δλειά!