Κατηγορία: Δ

Δικράνι:

Διχαλωτό γεωργικό εργαλείο.

Τ’ ακόν’σις τού δικράν’;

Δραγατσίκα:

Ταγάρι, τορβάς.

Πήρα τ’ δραγατσίκαμ’ κι ίφκα σα κάτ’.

error: Content is protected !!