Κατηγορία: Γ

Γατάγλυμα:

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για κάποιον πού είναι άσχημος και κακοφτιαγμένος.

Αυτήν θα παντριφτείς μουρέ απ’ ούναι σα γατάγλυμα;

Γκούσα ή αγκούσα:

O πρόλοβος των πουλιών, σλάβικη λέξη.

Εσφαξι τη κότα κι η αγκούσατ’ς ήταν γιμάτ’ στάρ’.

Γκζιράου:

Κάνω βόλτες όλη την μέρα.

Σα πούθι γκζίραες ούλ’ την μιέρα;

Γάρος:

Νερό με αλάτι, άλμη.

Σώθκι ού γάρους, πάει χάλασι τού τυρί.

Γιορντάνι:

Περιδέραιο, κολιέ από χρυσά ή ασημένια φλουριά.

Κι απ’ λές φόραε τρείς σειρές γιουρντάνια.

Γιορτάδες:

Οι μεγάλες γιορτές.

Αϊτι κι να στρώσουμι τα χαλιά κι έρχουντι γιουρτάδες.

Γκαραβέλι:

Είδος άγριου πουλιού σκούρου χρώματος στικτό στον λαιμό.

Είχι πέρασμα μι γκαραβέλια και λάϊασα στα καλάμια μπάκαι χτυπήσου κανένα.

Γκλάβα:

Το κεφάλι, το μυαλό.

Δε τ’ κόβ’ αφνού η γκλάβα.

Γουρνουτσάρ’χο:

Τσαρούχι φτιαγμένο από δέρμα γουρουνιού.

Τι γουρνουτσάρ’χα είνι αυτάνα;

 

error: Content is protected !!