Κατηγορία: Γ

Γκλαφνάω:

Φωνάζω με δύναμη.

Τι γλαφνάς ιτσιά πιδάκι’μ λες κι σι πάτσαν στου πουδάρ’;

Γκζάνας:

Κεφάλι καζάνι, αυτός που έχει αγύριστο κεφάλι.

Γαιτί δε μ’ακούς κι κάν’ς τού θκό’ς; γκζάνας σα τουν πατιέρα’ς είσι;

Γκαλντιμπάω:

Καταπίνω με λαιμαργία αμάσητα κομμάτια φαγητού.

Είχιε δεν είχι τα γκαλντήπσι ούλα τα φαγιά απ’ ούταν στού τραπέζ’, νστκοί μάς άφκι πάλε.

Γατσόπ’λο:

Το μικρό γατί.

Γέννσι ιψέ η γάτα κι έκαμε πέντι γατσόπλα.

Γμαροπούλ’:

Το μικρό γαϊδούρι.

Κίνσι τού γμαρουπούλ’ κι μιά κι δυό απού πίσω απ τη γαϊδάρα τού καημένου.

Γατεύομαι:

Ερωτοτροπώ και ακούγομαι σαν γάτα πού φωνάζει την στιγμή της συνουσίας.

Δε είνι τίποτας! γατεύουντι όξου οι γάτες.

Γούπατο:

Εδαφικό κοίλωμα.

Τι να πάου να μείνου ικεί στού γούπατο; αφού σ’ λέου διν τού βλέπ’ ού ήλιους!

Γουρνουμυτιάσα:

Σαν την μύτη του γουρουνιού, η οποία κοιτάει πρός το έδαφος κι όχι ψηλά, η λέξη χρησιμοποιειται μεταφορικά όπως η έκφραση δεν σήκωσα κεφάλι άπ’ την δουλειά.

Γουρνουμύτιασα απ’ την πουλή τη δλειά.

 

Γύκος ή γιούκος:

Τοποθετημένα ρούχα το ενα πάνω στ’ άλλο, (σωρός ρούχων σκεπασμάτων) συνήθως σε μια γωνία του σπιτιού.

Βάλι αυτήν’ τη μαντανία απάν στούν γύκο, να ίσι σμαζουχτούρ’ς.

Γυρβουλιά:

Κάνω ένα γύρο.

Αϊ σήκου κι φέρε μια γυρβουλιά στη πλατεία να ξιβαρέει’ς, απ καθέσαι ούλ’ την μιέρα μες’ τού σπίτ’.

error: Content is protected !!