Καλό, άριστο.
Δε μπουρείς να ιπείς! σού δωσα κι έφαες την αθέρα! (το καλύτερο κομμάτι φαγητού).
Καλό, άριστο.
Δε μπουρείς να ιπείς! σού δωσα κι έφαες την αθέρα! (το καλύτερο κομμάτι φαγητού).
Tινάζομαι ξαφνικά.
Σχιάχτκις κι αλποτνάισι ιέτς;
Κεραυνός.
Γιόμσι ού αρανός ασταπόβολα, ατήρα μπάκι χτυπήσ’ τα πράματα, βάντα μές τού μαντρί.
Πέφτω ανάποδα.
Α γέμ’ θα μά απστουμήεις!
Εκεί.
Επίρρημα, δηλώνει και τόπο ακόμη. Το συναντάμε συχνά στον Θουκυδίδη.
Αυτού διν ιέχ’ τίποτας, πάμι να φύφγουμι σ’ λέου.
Oρθια.
Στάς’ τα αλόρθα τη πλάτη’ς κι μη σίβ’ς σα σκυφτουγόμαρου.
Ζαλίζομαι, ζαλάδα.
Μ ούρθι αντράλα.
Μάτιασμα, βασκανία.
Τ’ αβάσκαναν τού χαϊβάν’, πέραστο να τ’ πιράσ’.
Γλείφω.
Τ’ άγλειψις ούλου πνά μη σώεις;
Γρήγορα.
Σήμωσι αγλήγορα να προυκάνουμι.