Αφησες.
Τάφ’κες ικεί απ’ σού’πα τού σκλί;
Αφησες.
Τάφ’κες ικεί απ’ σού’πα τού σκλί;
Ξεχνάω.
-Μπάκαι μ’ πήρες ψουμί απ’ τούν φούρνου;
-Ούι! τ’αστό’ησα.
Φωνάζω με δύναμη. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα όταν οι πολεμιστές έβγαζαν πολεμικές κραυγές. (Αλαλαί).
Μεταφορικά όταν σφυρίζει με δύναμη ο άνεμος.
Μας αλάλιασι ου αιέρας, δε μπόργαμε να σταθούμε πθενά.
Ξαφνικό τρόμαγμα, ή σαν έφραση τα πήρε και τα σήκωσε ο αέρας.
Μ’ ανεμουτούρλιαξις χριστιανέ’μ! σκιάχτ’κα!
Αλεπού.
Μπήκαν στού κουτέτ’ς οι αλπές ιψέ του βράδ’ κι τς’ πίνξαν τς’ κότες οι ψουφιακές.
Ακουσα.
Κρίνε πιο πουλύ πιδάκι’μ δε σ’ άϊκσα καλά.
Το αγριογούρουνο.
Απ’ λές σκώτουσαμι τρία αγριόγουρνα τότες μι τούν μπάρμπα’μ.
Η αγριοαχλαδιά.
Θα πάου να κμιθού απ’ την αγκορτιά απ’ κάτ’.
Εφραξα, και πνίγηκα.
Κμοιάμαν τού βράδ’ κι κεί απ’ κμοιάμαν, απουμώθκα στούν ύπνου’μ.
Ανοίγω.
Μήν ανιείς τού παραθύρ’ κάν΄κρύου.