Κατηγορία: Α

Αφ’κες:

Αφησες.

Τάφ’κες ικεί απ’ σού’πα τού σκλί;

Αστοχάω:

Ξεχνάω.

-Μπάκαι μ’ πήρες ψουμί απ’ τούν φούρνου;

-Ούι! τ’αστό’ησα.

Αλαλάζω, αλαλιάζω:

Φωνάζω με δύναμη. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα όταν οι πολεμιστές έβγαζαν πολεμικές κραυγές. (Αλαλαί).

Μεταφορικά όταν σφυρίζει με δύναμη ο άνεμος.

Μας αλάλιασι ου αιέρας, δε μπόργαμε να σταθούμε πθενά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ανεμοτούρλιαγμα:

Ξαφνικό τρόμαγμα, ή σαν έφραση τα πήρε και τα σήκωσε ο αέρας.

Μ’ ανεμουτούρλιαξις χριστιανέ’μ! σκιάχτ’κα!

Αλ’πού:

Αλεπού.

Μπήκαν στού κουτέτ’ς οι αλπές ιψέ του βράδ’ κι τς’ πίνξαν τς’ κότες οι ψουφιακές.

Αϊκσα:

Ακουσα.

Κρίνε πιο πουλύ πιδάκι’μ δε σ’ άϊκσα καλά.

Αγριόγουρνο:

Το αγριογούρουνο.

Απ’ λές σκώτουσαμι τρία αγριόγουρνα τότες μι τούν μπάρμπα’μ.

Αγκορτσιά:

Η αγριοαχλαδιά.

Θα πάου να κμιθού απ’ την αγκορτιά απ’ κάτ’.

Απούμωσα, πουμώθκα:

Εφραξα, και πνίγηκα.

Κμοιάμαν τού βράδ’ κι κεί απ’ κμοιάμαν, απουμώθκα στούν ύπνου’μ.

Ανιού:

Ανοίγω.

Μήν ανιείς τού παραθύρ’ κάν΄κρύου.

error: Content is protected !!