Αναστατώνω ή τιμωρώ κάποιον ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
Είχι διν είχι, μ’ αλαμάνιασι χρουνιάρα μέρα.
Αναστατώνω ή τιμωρώ κάποιον ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
Είχι διν είχι, μ’ αλαμάνιασι χρουνιάρα μέρα.
Ατσαλος ή λαίμαργος ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
Μη τρώς αλάνταβα πιδάκι’μ θα σ’ καθήσ’ στού λιμό.
Πήδηξα.
Τ’ αμπήδσε τ’ αυλάκ’ κι δεν ιέγεινι πατούρα.
Μάγουλο.
Κόκκινες οι αμπούκες’τ απ τούν καθαρό αϊέρα.
Βιάσου.
Αϊτι ανάγκασι να προυλάβουμι τού πούλμαν.
Τεντώνομαι.
Αϊ ντερώς’ να ξιπιαστείς π’ κμοιάσι ούλ’ την μιέρα.
Οχι ντυμένη.
Άντγην’ θα μ’ αφήξ’; ισιένα θα γιλάει ού κόσμους τόσα λπτά απ’ βγάεις.
Ανάποδα.
Γύρνα τ’ απίστουμα μη κάν’ς μιτό.
Σκονταύτω.
Απστομήθκα κι σκουτώθκα.
Ο αργοπορημένος.
Ξιέρ’ς τι αργουστόλ’ς είνι αυτός; πάλ’ θα τού χάσ’ τού πούλμαν.