Χαζολογάω ασκόπως.
Κατεύφκα κι πήγα στα μαγαζά κι χαζουπαζαρεύκα λίγου μιέχρι να ρθεί του πούλμαν να φύβγου για του χουριό.
Χαζολογάω ασκόπως.
Κατεύφκα κι πήγα στα μαγαζά κι χαζουπαζαρεύκα λίγου μιέχρι να ρθεί του πούλμαν να φύβγου για του χουριό.
Χαζή.
Αυτήν είνι χαζιά απ’ καθέσαι κι τς’ μιλάς.
Προβατίνα, και χαρακτηρισμός για ανόητη γυναίκα.
Μαρή τι χαζουπράτ’να ίσι ισύ ντίπ δε λογάς;
Ψάχνω.
Τι χαλεύ’ς αυτού ισύ;
Χαμηλός.
Είνι πιο χαμπλό το ιένα τού πουδάρ’ απ’ τού τραπέζ’.
Σοκολάτες γαριδάκια πατατάκια καραμέλες κτλ.
Φάι λίγου ψουμί πν’να μή σώεις, σ’έρξι ού διάουλους ούλου στα χασ’μούσια.
Νυφάδες χιονιού.
Χιονόψ’χες γλέπου όξου, αϊτι μπάκαι τού στρώσ’ αποβραδύ.
Κούραση, γκρίνια.
Δε μόφταναν οι θκές’μ οι χλιμάρες ιέχου κι τς θκέ’ς.
Ανήλιαγο μέρος, αφιλόξενο.
Αϊ απ’ θα πάου να μείνου σα αυτήν την χουναβιά!
Φυματικός, αρρωστιάρης.
Βάν’ς ίσια ιμένα μ΄αυτήν την χτικιάρα;