Τροφαντό, παχύ.
Τροχούλ’ι μ’ γίνγκις απ’ τού φαί, κάνι λίγου κράτ’ γιατί….
Τροφαντό, παχύ.
Τροχούλ’ι μ’ γίνγκις απ’ τού φαί, κάνι λίγου κράτ’ γιατί….
Κλαρί, και χαρακτηρισμός για λεπτό άτομο πού είναι σαν κλαρί.
Φάι να ματώει’ς απ’ χς γιέν’ σα τσάκνο!
Αρπάζω σφιχτά κάποιον απ΄ τον λαιμό.
Σαν χαρακτηρισμός για γυναίκα που ξελογιάζει κάποιον άντρα.
Έξυπνην αυτήν! τούν τσαμπάκουσε τούν γιέρου μι τα λπτά, ουόχ'(ι) θα τούν αφήκ’.
Γνάθος, και χαρακτηρισμός για φλύαρο άτομο.
Σκάσι γιατί θα στα σπάσου τα τσαούλια. Μώρ’ τι τσαουλάνθρωπος είνι αυτήν; άπαυα τα τσαούλιατ’ς.
Αυτός πού έχει στραβά δόντια όπως το τσαπί που είναι στραβό.
Τσαπουδόντ’ς είνι ού κακουμοίρ’ς.
Είδος πουλιού, και σαν χαρακτηρισμός αδύνατη λεπτή γυναίκα.
Τήν ίειδις απ’ ούνι σαν τσικτσίδα;
Αποκαμωμένος απ’ την κούραση.
Τάραμα γίνγκα απ’ την πουλή τη δλειά, πάου να ξαπλουθού.
Μικρή ποσότητα.
Τι μι πιέρασις κι μό’ δωκις μια τσίντζα ψουμί; δε θα χουρτάσου μ’ αυτό του κουμματάκ’.
Κρυώνω, κροταλίζουν τα δόντια μου απ το κρύο.
Τσουκάναγαν τα δόντια’μ άπ’ τού κρύου.
Το τζάκι. Λέξη τούρκικης προέλευσης.
Αϊτι άναψι τούν τζάκ’ να πυρουθούμι λιγάκ’