Κατηγορία: Τ

Τροχούλ'(ι):

Τροφαντό, παχύ.

Τροχούλ’ι μ’ γίνγκις απ’ τού φαί, κάνι λίγου κράτ’ γιατί….

Τσάκνου (o):

Κλαρί, και χαρακτηρισμός για  λεπτό άτομο πού είναι σαν κλαρί.

Φάι να ματώει’ς απ’ χς γιέν’ σα τσάκνο!

Τσαμπακώνω:

Αρπάζω σφιχτά κάποιον απ΄ τον λαιμό.

Σαν χαρακτηρισμός για γυναίκα που ξελογιάζει κάποιον άντρα.

Έξυπνην αυτήν! τούν τσαμπάκουσε τούν γιέρου μι τα λπτά, ουόχ'(ι)  θα τούν αφήκ’.

Τσαούλια, τσαούλ’:

Γνάθος, και χαρακτηρισμός για φλύαρο άτομο.

Σκάσι γιατί θα στα σπάσου τα τσαούλια. Μώρ’ τι τσαουλάνθρωπος είνι αυτήν; άπαυα τα τσαούλιατ’ς.

Τσαπουδόντ’ς:

Αυτός πού έχει στραβά δόντια όπως το τσαπί που είναι στραβό.

Τσαπουδόντ’ς είνι ού κακουμοίρ’ς.

Τσικτσίδα:

Είδος πουλιού, και σαν χαρακτηρισμός αδύνατη λεπτή γυναίκα.

Τήν ίειδις απ’ ούνι σαν τσικτσίδα;

Τάραμα:

Αποκαμωμένος απ’ την κούραση.

Τάραμα γίνγκα απ’ την πουλή τη δλειά, πάου να ξαπλουθού.

Τσίντζα:

Μικρή ποσότητα.

Τι μι πιέρασις κι μό’ δωκις μια τσίντζα ψουμί; δε θα χουρτάσου μ’ αυτό του κουμματάκ’.

Τσουκανάω:

Κρυώνω, κροταλίζουν τα δόντια μου απ το κρύο.

Τσουκάναγαν τα δόντια’μ άπ’ τού κρύου.

error: Content is protected !!