Παροιμία που χρησιμοποιείται συχνά ως ειρωνεία, για κάποιον που γνωρίζει εκ των προτέρων, ότι όσο και να φροντίζει δεν πρόκειται ποτέ να εκτιμηθεί η φροντίδα του.
Άϊτι να σ’δώκω του καλύτερου κουμμάτ’ να φάς για να μ’ κάν’ς κι συ του χρυσό αυγό.
Παροιμία που χρησιμοποιείται συχνά ως ειρωνεία, για κάποιον που γνωρίζει εκ των προτέρων, ότι όσο και να φροντίζει δεν πρόκειται ποτέ να εκτιμηθεί η φροντίδα του.
Άϊτι να σ’δώκω του καλύτερου κουμμάτ’ να φάς για να μ’ κάν’ς κι συ του χρυσό αυγό.
Μ’ έκανε να του εξομολγηθώ πράγματα μέχρι εφτά γενιές. Αρβανίτικη πεποίθηση, ότι ένα σόι κρατάει επτά γενιές δηλαδή επτά ζωνάρια.
Κι κοίτα ικεί απ’ θα πάς μη σι ξουμουλουΐσ’νε μιέχρι τα ιφτά ζ’νάρια; ισύ θα τς’ λές δε ξιέρου τίπουτα.
Λογής λογής:
Ουότ θέλ’ς γλέπ’ς! Σόϊα σοϊα κόσμους.
Έκφραση για εξάρτηση σε κάτι που δεν κόβεται.
Πάλαι ντερλικών’ς; αλλά θα μ’ πείς του κόβ’ η π’τάνα του χούι; άλλου τόσου θα κόει’ψ κι συ του φαί.
Το υπερκινητικό παιδί. Χωρίς ησυχία.
Αρέ τι ασήχαστου χαϊβάν’ είνι αυτόνο! δε μας άφκι ντίπ σι μιά ησυχία.
Φάε να δυναμώσεις, να βάλεις λίγο αίμα πάνω σου.
Άι μάνα’μ φάι λίγου να ματώεις α’πόχς γιέν’ σαν Άγιους Φανούριους.
Έπεσα διάνα σ’αυτό πού ήθελες, πρόβλεψα την ανάγκη σου, πραγματοποίησα στην ώρα της την επιθυμία σου.
-Σί πέτ’χα απ’ σόφιρα ψουμί απ’ τούν φούρνου.
-Μί πέτ’χες δι λές τίπουτας! Κι θα σόλεγα να μ’ πάρ’ς κι μένα, αλλά. μι πρόκανες.
Έκφραση για κάποιον πού ειναι ανίκανος για κάτι, ή μένει άπραγος, όπως ένας πεθαμένος.
– Κι δε σου’πε τίποτας ουόταν τούν ιέβρισις;
-Κλάν’ ου πιθαμιένους; ας κόταϊ να μ’ πεί!
Έκφραση που λέγεται για μαχαίρι πού δεν έχει τροχιστεί καλά, τόσο που ούτε την προεξοχή αυτή ενός νεκρού που έχει πλέον κοκαλώσει είναι αδύνατο να κόψει.
Δεν παραφυλλάω, φυλλάω.
Έκφραση που δηλώνει πως δεν μπορεί συνεχώς κάποιος να έχει την εποπτεία για κάτι ή την γνώση, ή για να αποφευχθεί κάτι.
-Ήρθε ου μπάρμπα’ζουμ;
-Δε φ’λάου αν ήρθι ού θ’κός ού μπάρμπα’ς, τράβα να ιδείς, πουδάρια ιέχ’ς.