Που γυρνάς αργόσχολα μες’ την γειτονιά, που κάνεις επισκέψεις σε σπίτια.
Που ήσαν μαρή κι σι ψάχνου! που σ’κών’ς υψώματα ούλ’ την ν’μέρα;
Που γυρνάς αργόσχολα μες’ την γειτονιά, που κάνεις επισκέψεις σε σπίτια.
Που ήσαν μαρή κι σι ψάχνου! που σ’κών’ς υψώματα ούλ’ την ν’μέρα;
Όταν υπερχιλίζει το ποτάμι απ’ τις βροχές, ή ορμητικός χείμαρος λόγω βροχής.
Πρόσιχι ουόταν κατιβιαίν’ς σιακάτ’ ιέχ’ κατιβάσ’ του πουτάμ’, ατήρα μη σι πάρ’ παραμάζουμα.
Δεν εγκρίνω κάτι απ’ τις προτιμήσεις σου, ή απ’ τον τρόπο ζωής σου.
Δε μ’ αρέσ’ η δλειάς’ μ’ αυτήν τη χήρα, κόψι τα σούρτα φέρτα μη μας μουλουγάει ου κόσμους.
Μπρούμητα.
Γύρνα ταπίστουμα να σ’ κουλήσου πουτήρια.
Μ’ όσες δυνάμεις μου απέμειναν.
Μιέχρι να ρθεί ου γιατρός ξιηρό κουράϊο ιέκανα απ’ τα πουνίδια πού’χα.
Δεν κουράζεται.
Πήρι κινούργιο αμάξ’ αυτός τουώρα κι δε τιλεύεται, να κάν’ φιγούρα μες’ του χουριό.
Αυτός που έχει στραβό σαγόνι, στόμα.
Αυτόν τούν στραβουτσιάουλου πήρι για άντρατ’ς.
Σαγόνι. Ειρωνικά για φλύαρο άνθρωπο.
Αρέ τι στιαουλάνθρουπους είσι σύ! άπαυου του τσιαούλι’ ς.
Αλωνιστική μηχανή. Ειρωνικά για λαίμαργη και ευτραφή γυναίκα.
Σιγά μαρή σταμάτα να ματσαλάς, σα πατόζα ιέχ’ς γιέν’
Μειωτικός χαρακτηρισμός για παχιά γυναίκα.
Ποιά αρέ αυτήν η μπουχλάβα είνι η γ’ναίκατ’;