Κατηγορία: Στερεότυπες Ρουμελιώτικες Εκφράσεις & Λέξεις

Που σ’κών’ς υψώματα;

Που γυρνάς αργόσχολα μες’ την γειτονιά, που κάνεις επισκέψεις σε σπίτια.

Που ήσαν μαρή κι σι ψάχνου! που σ’κών’ς υψώματα ούλ’ την ν’μέρα;

Κατηβασιά:

Όταν υπερχιλίζει το ποτάμι απ’ τις βροχές, ή  ορμητικός χείμαρος λόγω βροχής.

Πρόσιχι ουόταν κατιβιαίν’ς σιακάτ’ ιέχ’ κατιβάσ’ του πουτάμ’, ατήρα μη σι πάρ’ παραμάζουμα.

 

Δε μ’ αρέσ’ η δλειάς’:

Δεν εγκρίνω κάτι απ’ τις προτιμήσεις σου, ή απ’ τον τρόπο ζωής σου.

Δε μ’ αρέσ’ η δλειάς’ μ’ αυτήν τη χήρα, κόψι τα σούρτα φέρτα μη μας μουλουγάει ου κόσμους.

Ταπίστουμα:

Μπρούμητα.

Γύρνα ταπίστουμα να σ’ κουλήσου πουτήρια.

Ξιηρό κουράϊο:

Μ’ όσες δυνάμεις μου απέμειναν.

Μιέχρι να ρθεί ου γιατρός ξιηρό κουράϊο ιέκανα απ’ τα πουνίδια πού’χα.

Δε τιλεύεται:

Δεν κουράζεται.

Πήρι κινούργιο αμάξ’ αυτός τουώρα κι δε τιλεύεται, να κάν’ φιγούρα μες’ του χουριό.

Στραβουτσιάουλους:

Αυτός που έχει στραβό σαγόνι, στόμα.

Αυτόν τούν στραβουτσιάουλου πήρι για άντρατ’ς.

Πατόζα:

Αλωνιστική μηχανή. Ειρωνικά για λαίμαργη και ευτραφή γυναίκα.

Σιγά μαρή σταμάτα να ματσαλάς, σα πατόζα ιέχ’ς γιέν’

Μπουχλάβα:

Μειωτικός χαρακτηρισμός για παχιά γυναίκα.

Ποιά αρέ αυτήν η μπουχλάβα είνι η γ’ναίκατ’;

error: Content is protected !!