Τεμπελιάζω και προκαλώ εμπόδια σε μια διδικασία.
Κουτίλσι κουτίλισι απ’ ουδώ κι απ’ κεί, κι μη φκιάκν’ς τού φαί να φάμι κι να μείνουμι νιστκοί!
Τεμπελιάζω και προκαλώ εμπόδια σε μια διδικασία.
Κουτίλσι κουτίλισι απ’ ουδώ κι απ’ κεί, κι μη φκιάκν’ς τού φαί να φάμι κι να μείνουμι νιστκοί!
Το κριθαράκι τού ματιού. Ενα συνηθισμένο γιατροσόφι στα χωριά είναι το αλύχτισμα απο γιό πρωτότοκο ή τελευταίο στο κριθαράκι, με την επίκληση “άου άου είμι πρώτους κι σι τρώου” αυτό επαναλαμβάνεται τρείς φορές, και γίνεται πάντα πρωί.
Μι σκιάϊσι! λουθνάρ’ είνι, ξύπναμ’ του προυί να στ’ αλχτύσω να σ’πιράσ.’
Mπουμπουνίζει. Για να μην φοβούνται τα μικρά παιδιά απ τα μπουμπουνητά, τούς λέγαν πως αυτό πού ακούνε είναι ένας παππούς ή ο θεός με βαρέλια στόν ουρανό και τα χτυπάει.
Αϊκσες πως μπουμπνίζ’ όξου;
Πανηγύρι, και σαν χαρακτηρισμός για άτομο που στερείται σοβαρότητας.
Αϊ πιδάκι’μ ισύ είσι ντίπ για τα παγκίρια.
Προβατίνα, και χαρακτηρισμός για ανόητη γυναίκα.
Μαρή τι χαζουπράτ’να ίσι ισύ ντίπ δε λογάς;
Από εδώ κι απο κεί. Σαν χαρακτηρισμός για άτομο πού είναι χαλαρών ηθών.
Αυτήν π’ την γλέπ’ς, είναι σιαπέρα κι σιαδώθε.
Σπούρν’:
Σπούρνη η στάχτη με αναμμένα κάρβουνα, η χόβολη, η θράκα. Ευχή πού λεγόταν τα Χριστούγεννα στο τζάκι για αφθονία αγαθών στο σπίτι.
Από τα έθιμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, που τηρούνταν μέχρι τα τελευταία χρόνια είναι τα π’λάκια:
Επαιρναν μια χούφτα αλάτι και έριχναν στη φωτιά χούφτα χούφτα, άχυρα, ξερά ξύλα και το αλάτι λέγοντας συγχρόνως και διάφορες ευχές για το σπίτι, την οικογένεια: Εδώ γεια (υγεία), ΄δώ χαρά, ΄δώ νύφες, ΄δώ γαμπροί, ΄δώ σοδειά, ΄δώ άλογα, ΄δώ βόδια, ΄δώ γίδια, ΄δώ μεσίρια (γαλοπούλες), ΄δώ π’λιά (πουλιά), ΄δώ λίρες, ΄δώ φλουριά ……….. και όλου του κόσμου τα καλά. Σκαλίζουν τη φωτιά, απλώνουν τα κάρβουνα και φωνάζουν. Σπούρν(η) τα π’λάκια….. Τρ… Τρ….
Πίστευαν ότι όλα τα αγαθά, ακόμη και των άλλων, θα συγκεντρωθούν στο σπίτι τους. Όπως πετάγονται από τη σπούρνη οι σπίθες της φωτιάς, έτσι να ξεπετάγονται τα πουλάκια και τα άλλα αγαθά στο σπίτι τους.
Σ’ άλλα χωριά η ευχή αυτή μπορεί να ήταν και πιο σύντομη: Σπουρν’ υγεία, σπουρν’ αυγά, σπουρν’ πλια., σπουρν’ λεφτά, και πολλές άλλες ευχές.
Το μάζεψε.
Πάλε τόμασι κι ήρθι σπί’, αφού τούπα δεν τούν θέλου να ξαναματαρθεί.
Ήμουν που ήμουν.
Ημαν πούμαν άρρουστους απογίνγκα τώρα.
Εκφραση που δυλώνει μια μιδαμινή και ανεπαρκή ποσότητα.
Τίποτας δεν ανέμκε απ’ τού ψτό! αυτένες οι πιτσούλες μαναχά, ποιός θα φάει κι ποιός θα γιατρευτεί;