Ησυχάζω.
Τι μ’ λάϊασις ετσιά στού κριββάτ’; μπάκαι αρρώτσες;
Ησυχάζω.
Τι μ’ λάϊασις ετσιά στού κριββάτ’; μπάκαι αρρώτσες;
Μικρόσωμο άτομο.
Πού παϊαίν’ς ρε λιάτερο να τα βάν’ς μι τς’ μιγάλ’;
Βουβωνικό πρίξημο.
Μη σκιάισι! λούγκα είνι κι οχ’ σκληκοδήτητα, γιατί είνι απ’ την άλλ’ μηριά!
Το κριθαράκι τού ματιού. Ενα συνηθισμένο γιατροσόφι στα χωριά είναι το αλύχτισμα απο γιό πρωτότοκο ή τελευταίο στο κριθαράκι, με την επίκληση “άου άου είμι πρώτους κι σι τρώου” αυτό επαναλαμβάνεται τρείς φορές, και γίνεται πάντα πρωί.
Μι σκιάϊσι! λουθνάρ’ είνι, ξύπναμ’ του προυί να στ’ αλχτύσω να σ’πιράσ.’
Η βέργα.
Αϊτι κι πιάσου τού λούρου, θα σι κάνω μαύρου στού ξύλου.
Η δίπλα του φουστανιού, της φουστανέλας, καθώς και έκφραση για κάποιον που δεν τον νοιάζει για τίποτα, το ελάττωμα.
Ισύ όσα πάν κι όσα ‘ρθούν, η τιμπιλιά κι ου ύπνους λαγιόλ’!
Ανακατεύω.
Σαν χαρακτηρισμός επίσης για κάποιον που ανακατεύται στα προσωπικά κάποιου.
Είχι διν είχι μας αλαμάνιασι ου κιαρατάς πάλαι.
Οι όρχεις.
Συνώνυμα, καλαμπαλίκια, κρεμαντζόλια.
Πρόσιχι μη χτυπήεις τα λ’μπάς.
Σκαπτικό γεωργικό εργαλείο που έχει τη μορφή κοφτερού φτυαριού.
Τ’ αλαμάνιασι τού χουράφ’ μι τού λισγάρ’.
Βιαστικά και γρήγορα. Αντίθετο είναι το “Μουκ μούκ” σιγά σιγά.
Λάχ λάχ να προυκάνου να τα κάνου ούλα.