Κατηγορία: Λ

Λαϊάζω:

Ησυχάζω.

Τι μ’ λάϊασις ετσιά στού κριββάτ’; μπάκαι αρρώτσες;

Λιάτερο:

Μικρόσωμο άτομο.

Πού παϊαίν’ς ρε λιάτερο να τα βάν’ς μι τς’ μιγάλ’;

Λούγκα:

Βουβωνικό πρίξημο.

Μη σκιάισι! λούγκα είνι κι οχ’ σκληκοδήτητα, γιατί είνι απ’ την άλλ’ μηριά!

Λουθνάρ’, “άου άου είμι πρώτους κι σι τρώου”:

Το κριθαράκι τού ματιού. Ενα συνηθισμένο γιατροσόφι στα χωριά είναι το αλύχτισμα απο γιό πρωτότο­κο ή τελευταίο στο κριθαράκι, με την επίκληση “άου άου είμι πρώτους κι σι τρώου” αυτό επαναλαμβάνεται τρείς φορές, και γίνεται πάντα πρωί.

Μι σκιάϊσι! λουθνάρ’ είνι, ξύπναμ’ του προυί να στ’ αλχτύσω να σ’πιράσ.’

Λούρος:

Η βέργα.

Αϊτι κι πιάσου τού λούρου, θα σι κάνω μαύρου στού ξύλου.

Λαγκιόλ’:

Η δίπλα του φουστανιού, της φουστανέλας, καθώς και έκφραση για κάποιον που δεν τον νοιάζει για τίποτα, το ελάττωμα.

Ισύ όσα πάν κι όσα ‘ρθούν, η τιμπιλιά κι ου ύπνους λαγιόλ’!

Λαμανάω:

Ανακατεύω.

Σαν χαρακτηρισμός επίσης για κάποιον που ανακατεύται στα προσωπικά κάποιου.

Είχι διν είχι μας αλαμάνιασι ου κιαρατάς πάλαι.

Λιμπά:

Οι όρχεις.

Συνώνυμα, καλαμπαλίκια, κρεμαντζόλια.

Πρόσιχι μη χτυπήεις τα λ’μπάς.

Λισγάρ’:

Σκαπτικό γεωργικό εργαλείο που έχει τη μορφή κοφτερού φτυαριού.

Τ’ αλαμάνιασι τού χουράφ’ μι τού λισγάρ’.

Λάχ λάχ:

Βιαστικά και γρήγορα. Αντίθετο είναι το “Μουκ μούκ” σιγά σιγά.

Λάχ λάχ να προυκάνου να τα κάνου ούλα.

error: Content is protected !!