Κατηγορία: Κ

Κλειού:

Κλείνω.

Ιγώ τού κλειού κι συ τ’ ανείς.

Κατσιούλα:

Από την λατινική λέξη casula, η κουκούλα.

Βάνε κι την κατσιούλα μάναμ’ μη κριώεις.

Καλαντζής:

Ο γανωματής αυτός που γανώνει τα οικιακά χάλκινα σκεύη.

Τι μ’ πας πιέρα δώθι σα τούν καλαντζή; κάτσι σι μια υσηχία.

Στερεότυπη έκφραση για κάποιον που πηγαινοέρχεται σαν τον καλαντζή, όπως αυτός γύριζε χωριά για να γανώσει σκεύη…

Κακάτ’ς:

Κακάδια της μύτης.

Τι σγαρλάς τόσην ώρα τη μύτη’ς πιδάκι’μ; σκούπσ’ς τα κακάτσια’ς σι γλέπ’ ού κόσμους.

Κρυφοφωτιά απ΄κάτ΄απ΄τα άχυρα.

Το σιγανό ποταμάκι διαφορετικά.

-Δι ξιέρ΄ς τι κρυφοφωτιά απ΄κάτ΄απ΄τα άχυρα είναι αυτός;

-Μπάκαι δι ξιέρου ισύ λές! άϊτε άϊτε!

Κφάλογο:

Το κουφό άλογο. Χαρακτηρισμός για  κάποιον που δεν ακούει καλά.

Δε μ’ άϊκσις; κφάλογο είσι;

Κιοτεύω:

Δειλιάζω.

Κιότεψα απ’ λές ουόταν μού’πε οτ’ ιέχου τρείς ώρες δρόμο μπρουστάμ’ ακόμα.

Κορακοζώιτος:

Ευχή γενεθλίων.

Κουρακουζώίτος Κουστάκη’μ! στάχ’τ να πιάν’ς χρυσάφ’ να γιένεται.

error: Content is protected !!