Κλείνω.
Ιγώ τού κλειού κι συ τ’ ανείς.
Κλείνω.
Ιγώ τού κλειού κι συ τ’ ανείς.
Από την λατινική λέξη casula, η κουκούλα.
Βάνε κι την κατσιούλα μάναμ’ μη κριώεις.
Ο γανωματής αυτός που γανώνει τα οικιακά χάλκινα σκεύη.
Τι μ’ πας πιέρα δώθι σα τούν καλαντζή; κάτσι σι μια υσηχία.
Στερεότυπη έκφραση για κάποιον που πηγαινοέρχεται σαν τον καλαντζή, όπως αυτός γύριζε χωριά για να γανώσει σκεύη…
Κακάδια της μύτης.
Τι σγαρλάς τόσην ώρα τη μύτη’ς πιδάκι’μ; σκούπσ’ς τα κακάτσια’ς σι γλέπ’ ού κόσμους.
Το σιγανό ποταμάκι διαφορετικά.
-Δι ξιέρ΄ς τι κρυφοφωτιά απ΄κάτ΄απ΄τα άχυρα είναι αυτός;
-Μπάκαι δι ξιέρου ισύ λές! άϊτε άϊτε!
Το κουφό άλογο. Χαρακτηρισμός για κάποιον που δεν ακούει καλά.
Δε μ’ άϊκσις; κφάλογο είσι;
Δειλιάζω.
Κιότεψα απ’ λές ουόταν μού’πε οτ’ ιέχου τρείς ώρες δρόμο μπρουστάμ’ ακόμα.
Ευχή γενεθλίων.
Κουρακουζώίτος Κουστάκη’μ! στάχ’τ να πιάν’ς χρυσάφ’ να γιένεται.