Κατηγορία: Κ

Κολιάντζας:

Αδύναμος άνθρωπος απο  αρρώστια, και χαρακτηρισμός για κάποιον που υποσιτίζεται.

Φάι μάνα’μ τού φαί’ς απ’ γίνγις σα κουλιάντζας.

Κουϊάλαμα:

Κακοφτιαγμένος άνθρωπος, και σχιάχτρο.

Αϊ π’ γίνγκις σα κουϊάλαμα!

Κουμπουϊάνος:

Το πουλί κοκκινολαίμης, και σα χαρακτηρισμός ο μικροκαμωμένος άνθρωπος.

Πού να τούν φτάεις ισύ τούν αδιρφό’ς απ’ ούσε σα κουμπουϊάνους;

Κραίνω:

Μιλάω βροντόφωνα.

Δι μάϊκσις π’ σ’ κραίνου τόσην ώρα;

Κρεμαντζούλ’:

Κρεμάμενο στολίδι. Τι κρεμαντζούλια είν’ αυτά ρε χαμιένου απ’ όβαλες στ’ αμάξ’;

Κρούνα, κρούν’ς

Μαύρη και μαύρος καί υποτημιτικός χαρακτηρισμός για κουτή γυναίκα και άνδρα.

Αϊ μαρή κρούνα! τόσις βολές στού είπα κι δι λουγάς ντίπ!

Κυπρί:

Κουδούνι για πρόβατα και γίδια.

Αϊκσις τα κυπριά απ’ τα πράϊτα; σα να ρχιένται σα δώ.

Κλαπάτσα:

Η ηπατική διστομίαση των προβάτων.

Φρόντσ’ε να μ’ φέρ’ς κανιά κλαπάτσα στού σπίτ’.

Κάνε:

Τουλάχιστον.

Ιέφαγις κάνε ή μπάκαι ίσι ντύπ νιστκό;

error: Content is protected !!