Αδύναμος άνθρωπος απο αρρώστια, και χαρακτηρισμός για κάποιον που υποσιτίζεται.
Φάι μάνα’μ τού φαί’ς απ’ γίνγις σα κουλιάντζας.
Αδύναμος άνθρωπος απο αρρώστια, και χαρακτηρισμός για κάποιον που υποσιτίζεται.
Φάι μάνα’μ τού φαί’ς απ’ γίνγις σα κουλιάντζας.
Κακοφτιαγμένος άνθρωπος, και σχιάχτρο.
Αϊ π’ γίνγκις σα κουϊάλαμα!
Το πουλί κοκκινολαίμης, και σα χαρακτηρισμός ο μικροκαμωμένος άνθρωπος.
Πού να τούν φτάεις ισύ τούν αδιρφό’ς απ’ ούσε σα κουμπουϊάνους;
Τεμπελιάζω και προκαλώ εμπόδια σε μια διδικασία.
Κουτίλσι κουτίλισι απ’ ουδώ κι απ’ κεί, κι μη φκιάκν’ς τού φαί να φάμι κι να μείνουμι νιστκοί!
Μιλάω βροντόφωνα.
Δι μάϊκσις π’ σ’ κραίνου τόσην ώρα;
Κρεμάμενο στολίδι. Τι κρεμαντζούλια είν’ αυτά ρε χαμιένου απ’ όβαλες στ’ αμάξ’;
Μαύρη και μαύρος καί υποτημιτικός χαρακτηρισμός για κουτή γυναίκα και άνδρα.
Αϊ μαρή κρούνα! τόσις βολές στού είπα κι δι λουγάς ντίπ!
Κουδούνι για πρόβατα και γίδια.
Αϊκσις τα κυπριά απ’ τα πράϊτα; σα να ρχιένται σα δώ.
Η ηπατική διστομίαση των προβάτων.
Φρόντσ’ε να μ’ φέρ’ς κανιά κλαπάτσα στού σπίτ’.
Τουλάχιστον.
Ιέφαγις κάνε ή μπάκαι ίσι ντύπ νιστκό;