Ακμαίος, δυνατός, σεξουαλικά εύρωστος.
Τι μ’ χλιμιντράς σα του βαρβάτου τ’ άλουγου;
Υγρότοπος, χωράφι με νερό.
Αυτό τού χουράφ’ είνι βαρκό.
Κατσίκι που έχει χρονίσει.
Ετ’μο τού βιτούλ’ για σφάξ’μο.