Χώρια, χωριστά.
Που ακούσκι τ’ αχώρια νά νι τα αδέρφια;
Χώρια, χωριστά.
Που ακούσκι τ’ αχώρια νά νι τα αδέρφια;
Ακουσα.
Δι σ’ άϊκσα! ματαξαναπέστο.
Κάνε πιο κεί,
Αναμέρα να χουρέσουμι κι μείς πιδάκι’μ.
Εξαφανισμένο.
Αμούμτα ιέγειναν τα λπτά; τι τα κανες ρε κιαρατά;
Εκφραση που δηλώνει την διαφορά με κάποιον που εργάζεται σκληρά, (αγκομαχάν), σε αντίθεση με κάποιον που τεμπελιάζει, και περνάει άσκοπα την ημέρα του.