Ξιμπαρδακώθ’κε: Χάλασε. Τρακάρ’σε μι τ’ αμ΄ξ’ κι τού ξιμπαρδάκουσε σ’ λέου, ιευτιχώς αυτός δεν ιέπαθι τίποτας.