Ξεμπλέτσωτος:

Ξεβράκωτος, γυμνός.

Σι πήραν τα καλοκιαίρια ισιένα και μ’ βγήκις ξιμπλέτσουτους σα όξου;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!