Κιοτεύω:

Δειλιάζω.

Κιότεψα απ’ λές ουόταν μού’πε οτ’ ιέχου τρείς ώρες δρόμο μπρουστάμ’ ακόμα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!